Ο ΕΡΝΕΣΤΟ ΓΚΕΒΑΡΑ ΔΕ ΛΑ ΣΕΡΝΑ, γνωστός ως Che, αποτελεί μιά απ’ τις σπουδαιότερες και πλέον αναγνωρίσιμες προσωπικότητες του 20ου αιώνα. Το αμερικανικό περιοδικό Time τον κατέταξε στις μορφές του αιώνα, ενώ η αγέρωχη όψη του αποτέλεσε και αποτελεί σύμβολο επαναστατικότητας και ανυπακοής απέναντι στους ισχυρούς, στους έχοντες και κατέχοντες.
Τα πρώτα χρόνια
Ο σπουδαίος επαναστάτης γεννήθηκε στην κωμόπολη Ροσάριο της Αργεντινής στις 14 Ιουνίου 1928. Ήταν το πρώτο απ’ τα πέντε παιδιά του Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια ντε λα Σέρνα, μιάς μεσοαστικής αργεντίνικης οικογένειας με ισπανικές, βασκικές και ιρλανδικές ρίζες. Από την παιδική του ηλικία, ο Ερνέστο έπασχε από άσθμα, ασθένεια που έμελλε να τον ταλαιπωρήσει στο υπόλοιπο της ζωής του. Παρ’ όλα αυτά, δραστήριος και αθλητικός, ο “Ερνεστίτο” ή αλλιώς “Φούσερ”, είχε πολύ καλές επιδόσεις σε διάφορα αθλήματα από το ποδόσφαιρο μέχρι την κολύμβηση και το ποδήλατο. Από μικρός ανέπτυξε ιδιαίτερη έφεση γιά την ποίηση αλλά και τη φιλοσοφία, διαβάζοντας κατά διαστήματα από Πάμπλο Νερούδα μέχρι Λόρκα και από Αριστοτέλη μέχρι Νίτσε και Μαρξ.
Ξεκίνησε τις σπουδές του το 1948 στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και ειδικεύτηκε στην λεπρολογία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Λατινικής Αμερικής – καταλυτικό παρ’ όλα αυτά ήταν το πολύμηνο ταξίδι του με το φίλο του Αλμπέρτο Γρανάδο, το 1952. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του σε πόλεις και χωριά της νότιας Αμερικής, ο Ερνέστο είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά τη ζωή, τις δυσκολίες της καθημερινότητας και την επίπτωση που είχε στους λαούς των λατινοαμερικανικών χωρών η αδικία της αποικιοκρατίας και της εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα όμως ανακάλυψε τις κοινές αξίες και τα ιδανικά που συνέδεαν, ως συνεκτικός κρίκος, τους λατινοαμερικανικούς λαούς.
Ριζοσπαστικοποίηση και ανταρτοπόλεμος
Η πολιτική του συνειδητοποίηση και ωρίμανση ήρθε την περίοδο που βρισκόταν στην Γουατεμάλα, ως απόφοιτος πλέον της Ιατρικής Σχολής. Όταν το 1954 η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Γιάκομπο Άρμπενς ανατράπηκε έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα υποστηριζόμενο από τις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Γκεβάρα έφυγε γιά το Μεξικό. Έχοντας ήδη αναπτύξει ριζοσπαστικές ιδέες – και ερχόμενος όλο και πιό κοντά στον επαναστατικό μαρξισμό – ο Γκεβάρα κατέφυγε στο Μεξικό. Εκεί, στην Πόλη του Μεξικού, ήρθε σε επαφή με εξόριστους κουβανούς επαναστάτες οι οποίοι σχεδιάζαν την ανατροπή του δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα. Τον Ιούλιο του 1955, έπειτα από πρωτοβουλία του Ραούλ Κάστρο, ο Ερνέστο Γκεβάρα γνωρίζεται με τον Φιντέλ σε φιλικό σπίτι στην μεξικανική πρωτεύουσα. Αποφασίζει να προσχωρήσει στην ομάδα των κουβανών επαναστατών και αποκτά – λόγω μιάς ιδιομορφίας των αργεντίνικων ισπανικών του – το προσωνύμιο “Τσε” που θα τον σημαδέψει σε όλη του τη ζωή.
Στις 26 Νοεμβρίου 1956 επιβιβάστηκε στη Granma ως γιατρός της ομάδας 81 ανταρτών με προορισμό τις ακτές της Κούβας. Λίγες ημέρες αργότερα θα ξεκινούσε η επαναστατική δράση στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα ενάντια στα στρατεύματα της δικτατορίας του Μπατίστα. Δείχνοντας από νωρίς τις στρατηγικές του αρετές, ο Γκεβάρα “αναβαθμίστηκε” ιεραρχικά σε Κομαντάντε, γινόμενος ο πρώτος διοικητής του Επαναστατικού Στρατού. Παρ’ όλα αυτά, συνέχιζε να προσφέρει ο ίδιος τις ιατρικές του γνώσεις τόσο σε τραυματίες αντάρτες όσο και σε αιχμαλώτους στρατιώτες του καθεστώτος. Κατά τη διάρκεια του αντάρτικου στη Σιέρρα Μαέστρα γνωρίζεται με τη μέλλουσα σύζυγο του, Αλέιδα Μαρτς, εθελόντρια στον Επαναστατικό Στρατό.
Τον Σεπτέμβριο του 1958, ο Γκεβάρα και ο Καμίλο Σιενφουέγος οδήγησαν δύο διαφορετικά τάγματα ανταρτών σε καθοριστικής σημασίας νίκες ενάντια στις δυνάμεις του Μπατίστα. Αυτές οι στρατηγικές επιτυχίες είχαν ως αποτέλεσμα την σταδιακή μετατόπιση του μετώπου πιό κοντά στην έδρα του καθεστώτος, στην πρωτεύουσα Αβάνα. Ένα χρόνο σχεδόν πριν το θρίαμβο της Επανάστασης ο Ερνέστο Γκεβάρα είχε αναδειχθεί ήδη σε κορυφαίο στέλεχος του αντάρτικου Στρατού, έχοντας αποκτήσει τη φήμη του δεινού και γενναίου στρατηγού υπό ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες.
Εδραιώνοντας την Επανάσταση
Η θριαμβευτική νίκη των Επαναστατών και η άτακτη φυγή του Μπατίστα από το νησί, την 1η Ιανουαρίου 1959, βρήκε τον Ερνέστο Γκεβάρα κορυφαίο στέλεχος της νέας κυβέρνησης. Τέθηκε πρώτα επικεφαλής του Τμήματος Βιομηχανίας του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Μεταρρύθμισης και αργότερα διορίστηκε από τον Φιντέλ Κάστρο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας. Και οι δύο θέσεις που ανέλαβε είχαν ως κεντρικό στόχο την οικονομική ανοικοδόμηση της χώρας, έπειτα από δεκαετίες αυταρχικής και διεφθαρμένης διακυβέρνησης. Στο πρόγραμμα δε της Αγροτικής Μεταρρύθμισης ο ρόλος του Τσε ήταν καθοριστικός, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην εφαρμογή μιάς ριζικής ανατροπής των κατεστημένων ιδιοκτησιακών καθεστώτων γης στη χώρα. Ο Γκεβάρα αποτέλεσε βασικό στέλεχος της επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης που αργότερα, το 1965, μετεξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας. Το Φεβρουάριο του 1961 ανέλαβε υπουργός Βιομηχανίας.
Οι αρμοδιότητες του Τσε δεν περιορίστηκαν σε πόστα της επαναστατικής κυβέρνησης Κάστρο. Ο ίδιος ανέλαβε την εκπροσώπηση της κουβανικής κυβέρνησης σε διεθνή φόρα, επισκεπτόμενος διάφορες πρωτεύουσες και συνομιλώντας με ξένες ηγεσίες. Στο πλαίσιο αυτού του ρόλου του, ο Τσε επισκέφτηκε τη Μόσχα και το Πεκίνο, ενώ ταξίδεψε επίσης σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Συναντήθηκε με τους κυριότερους πολιτικούς ηγέτες του σοσιαλιστικού μπλοκ της εποχής, από τον Μάο Τσε Τουνγκ και τον Γκαμάλ Αμπντελ Νάσερ μέχρι τον αντιπρόεδρο Μικογιάν της ΕΣΣΔ και τον Ζόζεφ Τίτο της Γιουγκοσλαβίας. Ταυτόχρονα συνάντησε σημαίνουσες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο ρώσος κοσμοναύτης Γιούρι Γκαγκάριν και το θρυλικό ζεύγος της γαλλικής διανόησης Ζαν Πολ Σαρτρ και Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Κατά τη διάρκεια των αποστολών του στο εξωτερικό, ο Τσε διέπρεψε ως ομιλητής-υποστηρικτής των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Κατά την συνδιάσκεψη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών στην Ουρουγουάη το 1961 κατήγγειλε τα ιμπεριαλιστικά σχέδια της τότε κυβέρνησης Τζον Κέννεντι, ενώ το 1964 εκφώνησε λόγο στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη εκπροσωπώντας την κουβανική κυβέρνηση.
Κονγκό, Βολιβία & η δολοφονία
Η θεώρηση του, περί εξάπλωσης της Επανάστασης σε όλον τον μαστιζόμενο απ’ τον ιμπεριαλισμό Τρίτο Κόσμο, τον οδήγησε να εγκαταλείψει την Κούβα τον Απρίλιο του 1965. Νέος προορισμός το Κονγκό της Κεντρικής Αφρικής όπου ο Τσε ανέλαβε να ηγηθεί ομάδας ανταρτών προς υποστήριξη της εκεί αντι-ιμπεριαλιστικής επαναστατικής πάλης. Παρά την σημαντική συνεισφορά του Γκεβάρα, το επαναστατικό κίνημα στο Κονγκό δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αναγκάζοντας τον Τσε να επιστρέψει στην Κούβα το Δεκέμβριο του 1965. Εκεί προετοίμαστηκε γιά μιά νέα αποστολή. Αυτή τη φορά στη Βολιβία, με στόχο τη δημιουργία αντάρτικου στρατού και την ανατροπή του εκεί δικτατορικού καθεστώτος. Απώτερος σκοπός ήταν η διάδωση, με τη μορφή του ντόμινο, της επαναστατικής φλόγας σε όλην τη Λατινική Αμερική.
Ο Τσε έφτασε στη Βολιβία το Νοέμβριο του 1966 με ψευδή στοιχεία και αλλαγμένος φυσιογνωμικά, ώστε να μην προκαλέσει τις υποψίες των αρχών. Τα πράγματα στη Βολιβία όμως απεδείχθησαν ιδιαίτερα περίπλοκα. Οι χωρικοί, φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι από το καθεστώς, δεν ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν τους αντάρτες ενώ το επίσημο κομμουνιστικό κόμμα της χώρας αρνήθηκε να συνδράμει τον Τσε και τους επαναστάτες. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, μιά ομάδα ανταρτών υπό τον Τσε περικυκλώθηκε από βολιβιανές στρατιωτικές δυνάμεις και σε ανταλλαγή πυρών ο Γκεβάρα τραυματίστηκε στο πόδι. Οι – εκπαιδευμένοι από τις ΗΠΑ – βολιβιανοί στρατιώτες τον συνέλαβαν μαζί με άλλους οκτώ συντρόφους στις 8 Οκτωβρίου 1967 κοντά στο χωριό Λα Ιγκέρα. Σημαντικό ρόλο στην σύλληψη του Τσε έπαιξε ο πράκτορας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών Φέλιξ Ροντρίγκεζ.
Ο Τσε Γκεβάρα έμεινε αιχμάλωτος του καθεστωτικού στρατού γιά λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο. Με εντολή του στρατιωτικού δικτάτορα της χώρας Ρενέ Μπεριέντος και με την συγκατάθεση της CIA ο Τσε δολοφονήθηκε από βολιβιανό στρατιώτη στις 9 Οκτωβρίου 1967. Την επομένη της εκτέλεσης, έπειτα από τη νεκροψία στο νοσοκομείο Σαν Χοσέ ντε Μάλτα, το σώμα του Τσε μεταφέρθηκε στο πλυσταριό του χωριού όπου και εκτέθηκε, ως απόδειξη του βολιβιανού στρατού προς τον δύσπιστο διεθνή τύπο. Πέραν του πλήθους των ντόπιων που συγκεντρώθηκαν, στο σημείο παρεβρίσκονταν τέσσερις ανταποκριτές από εφημερίδες του εξωτερικού. Η εικόνα του νεκρού επαναστάτη – που κείτονταν σαν ένας σύγχρονος Χριστός, σύμφωνα με βρετανό κριτικό τέχνης Τζον Μπέργκερ - έκανε το γύρο του κόσμου. Προς μακάβρια απόδειξη του ότι ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν πλέον εν ζωή, οι βολιβιανές αρχές ζήτησαν τον ακρωτηριασμό των άνω άκρων του επαναστάτη, τα οποία στάλθηκαν στο Μπουένος Άιρες γιά επιστημονική επιβεβαίωση της ταυτότητας του νεκρού. Ο Τσε και οι υπόλοιποι έξι σύντροφοι του ετάφησαν σε ένα χωράφι στο χωριό Βαλεγκράντε, σε μιά επιχείρηση των βολιβιανών αρχών που κρατήθηκε υπό απόλυτη μυστικότητα.
Στην Αιωνιότητα
Στις 15 Οκτωβρίου ο Φιντέλ Κάστρο παραδέχθηκε δημοσίως το θάνατο του συναγωνιστή του, κηρύττοντας στο νησί τρείς ημέρες εθνικού πένθους. Στις 18 του ίδιου μήνα ο κουβανός ηγέτης μίλησε ενώπιων εκατομμυρίων ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα προς τιμήν του Τσε. Εξαίροντας την προσωπικότητα και τη δράση του Γκεβάρα, ο Κάστρο τόνισε μεταξύ άλλων:
“Εάν θέλουμε να εκφράσουμε το πως θα θέλαμε να είναι οι άνδρες των επόμενων γενεών, πρέπει να πούμε: Ας είναι όπως ο Τσε! Εάν θέλουμε να πούμε πώς επιθυμούμε να εκπαιδευτούν τα παιδιά μας, πρέπει χωρίς αμφιβολία να πούμε: Θέλουμε να εκπαιδευτούν σύμφωνα με το πνεύμα του Τσε!”.
Το σώμα του Τσε παρέμεινε θαμμένο στο Βαλεγκράντε της Βολιβίας γιά τριάντα ολόκληρα χρόνια. Έρευνες Κουβανών και άλλων λατινοαμερικάνων επιστημόνων το 1997, οδήγησαν στην ανακάλυψη του ομαδικού τάφου των επτά ανταρτών. Αφού πιστοποιήθηκε η ταυτότητα των οστών, το λείψανο του Τσε μεταφέρθηκε στην Κούβα όπου και ενταφιάστηκε σε ειδικό μαυσωλείο που χτίστηκε στην πόλη Σάντα Κλάρα.
Παρά την φυσική του εξόντωση όμως, το πνευματικό κληροδότημα του Τσε περί της “διαρκούς επανάστασης” παρέμεινε ζωντανό. Ενέπνευσε εκατομμύρια ανήσυχους νέους, από το Μάη του ’68 και τη δεκαετία του 1970 μέχρι τις μέρες μας. Η μορφή του, αγέρωχη και επαναστατική, παρέμεινε το σύμβολο της ανυπακοής και της συνεχούς προσπάθειας γιά ένα καλύτερο αύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου