Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Ξανά στον αφρό οι εργατοπατέρες




Αν δεν το γνωρίζετε, σας πληροφορούμε πως όχι μόνο υπάρχει ΓΣΕΕ, αλλά και πως τολμά, σε μια εποχή που άλλοτε συνηθιζόταν ν’ αποκαλείται «κλείσιμο συνδικαλιστικής σεζόν» ή «έναρξη των μπάνιων του λαού», καλεί τους εργαζόμενους σε αγωνιστική ετοιμότητα. Και μη μας πείτε πως το κάνει γιατί κανένας εργαζόμενος δεν της δίνει σημασία, γιατί θα σας πληροφορήσουμε ότι έχει ήδη εξουσιοδοτήσει την Εκτελεστική της Επιτροπή να κηρύξει γενική απεργία με ανοιχτή ημερομηνία, αλλά και την πραγματοποίηση συλλαλητήριου στα εγκαίνια της ΔΕΘ στις 8 Σεπτέμβρη (μετά τα «μπάνια του λαού»). Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.


Την περασμένη Δευτέρα, μετά από μακρά περίοδο σιωπής και απόλυτης απραξίας, η ΓΣΕΕ έστειλε επιστολή στα συνδικάτα των καπιταλιστών εργοδοτών (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ), «με την οποία ζητά να υπάρξει διάλογος ΓΣΕΕ-εργοδοτών, ώστε να επικαιροποιηθεί και να αποτελέσει αντικείμενο Εθνικής Σύμβασης η από 3/2/2012 συμφωνία των κοινωνικών φορέων». Οπως σημειώθηκε σε δελτίο Τύπου, «στόχος της Συνομοσπονδίας είναι η επιδιωκόμενη Σύμβαση να υπογραφεί στην έδρα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας υπό την αιγίδα του, ώστε να μην υπάρξουν περιθώρια αμφισβητήσεων». Την επομένη, συγκλήθηκε Ολομέλεια της Διοίκησης της ΓΣΕΕ, η οποία αποφάσισε αυτά που αναφέραμε στην αρχή (εξουσιοδότηση στην ΕΕ για γενική απεργία «σε χρόνο που θα προσδιοριστεί από τις εξελίξεις των αιτημάτων μας» και συλλαλητήριο στη ΔΕΘ), ενώ «εξουσιοδότησε την Εκτελεστική Επιτροπή να προωθήσει και να εντείνει τις προσπάθειες και τη δράση για τη «ΣΥΜΒΑΣΙΟΠΟΙΗΣΗ» της συμφωνίας εργαζομένων και εργοδοτών της 2/2/2012 (η συμφωνία αυτή επαναφέρει σε πλήρη ισχύ την Εθνική Σύμβαση, τα οικονομικά και εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων όπως αυτά ίσχυαν στην προ του δευτέρου μνημονίου και της 6ης Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου) και αυτή πρέπει να υπογραφεί υπό την αιγίδα και στην έδρα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια αμφισβητήσεων».

Στην επιστολή ρίχνεται και το καρφί κατά του ΣΥΡΙΖΑ («Στην περίοδο ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις έγιναν κινήσεις εντυπωσιασμού για δήθεν μορατόριουμ και «συμφωνίες κυρίων» οι οποίες όπως αντιλαμβάνεστε συσκότισαν και συσκοτίζουν το πραγματικό πρόβλημα»), για ν’ ακολουθήσει η σπονδή στον «κοινωνικό εταιρισμό»: «Ας ξεφύγουμε λοιπόν από τις "σειρήνες" της επικοινωνίας και ας εργαστούμε μεθοδικά και υπεύθυνα να θεμελιώσουμε μια συμφωνία που θα γίνει σεβαστή από κυβέρνηση και τρόικα και θα δώσει ανάσα στους εργαζόμενους και στις υγιείς δυνάμεις της επιχειρηματικότητας που στενάζουν από την ένταση των πολιτικών της "εσωτερικής υποτίμησης". Σας καλούμε να συζητήσουμε να επικαιροποιήσουμε και εν τέλει να συμφωνήσουμε και να ΣΥΜΒΑΣΙΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ όλα όσα περιλαμβάνονται στην από 3/2/12 επιστολή μας στον Πρωθυπουργό».

Η εκτίμηση που κάνουν οι εργατοπατέρες και τη μεταφέρουν στους καπιταλιστές εργοδότες είναι πως «έχουμε βάσιμους λόγους να θεωρούμε ότι μπορούμε να καταλήξουμε σε συμφωνία». Από πού απορέει αυτή η εκτίμηση; Δεν είναι ο ΣΕΒ που στο ζήτημα της λεγόμενης μετενέργειας αποδέχεται την επαναφορά του χρόνου (από τρίμηνο σε εξάμηνο), όχι όμως και το ουσιαστικό στοιχείο, δηλαδή το περιεχόμενο της μετενέργειας; Δεν είναι οι καπιταλιστές (μέλη του ΣΕΒ και των άλλων συνδικάτων των καπιταλιστών) που επιβάλλουν εκβιαστικά χαμηλούς μισθούς με ατομικές και επιχειρησιακές συμβάσεις (χωρίς να λογαριάσουμε την αυθαιρεσία που βασιλεύει); Από πού αντλούν οι εργατοπατέρες την αισιοδοξία τους; Η απάντηση είναι απλή: ο μόνος λόγος που θα δικαιολογεί την ύπαρξή τους θα είναι η επανέναρξη κάποιου παζαριού με τον ΣΕΒ, για να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα. Να ξανανοίξουν το κλειστό εδώ και μισό χρόνο μαγαζί τους θέλουν.

Η περιβόητη επιστολή, που ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ έστειλαν στις 3 του περασμένου Φλεβάρη στον Παπαδήμο, άρχιζε ως εξής: «Κύριε Πρόεδρε. Η ελληνική κυβέρνηση – μεταφέροντας και τη θέση της Τρόϊκα – ζήτησε από τους κεντρικούς κοινωνικούς διαπραγματευτές – κοινωνικούς εταίρους να συζητήσουν και να αποφασίσουν για ζητήματα που αφορούν στο μισθολογικό κόστος (13ος και 14ος μισθός, κατώτατος μισθός της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, "πάγωμα" αυξήσεων και ωριμάνσεων) και στο μη μισθολογικό κόστος (ασφαλιστικές και άλλες εισφορές, κρατική παρέμβαση και επιπτώσεις της στην διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα)».

Και μόνο το γεγονός ότι η υποτιθέμενη εργατική πλευρά μιλά για «μισθολογικό κόστος» αποτελεί μνημείο ταξικής προδοσίας. Ο εργάτης, ο μοναδικός παραγωγός αξίας, ο μοναδικός παραγωγός κοινωνικού πλούτου, βαφτίζεται «κόστος» και μπαίνει στην ίδια κατηγορία με τα μηχανήματα, την ενέργεια, τις πρώτες ύλες! Μάλιστα, συνομολογείται ότι η «ανταγωνιστικότητα» επηρεάζεται από το «μισθολογικό κόστος», αλλά επηρεάζεται περισσότερο από άλλους παράγοντες, «όπως η γραφειοκρατία που εκτρέφει η πολυνομία, ο κρατικός παρεμβατισμός, το φορολογικό σύστημα, η διαφθορά και η αντιεπιχειρηματική νοοτροπία» (αλήθεια, η «αντιεπιχειρηματική νοοτροπία» ποιους αφορά;).

Εργατοπατέρες και καπιταλιστές εργοδότες ενημέρωσαν τον Παπαδήμο ότι συμφώνησαν στα εξής: «Να διατηρηθούν τα προβλεπόμενα στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση για τους κατώτατους μισθούς, το 13ο και 14ο μισθό. 

Στα ζητήματα μη μισθολογικού κόστους και στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα να ξεκινήσει τώρα τριμερής διάλογος (Κυβέρνηση – Εργοδοτικοί και Εργατικοί Φορείς) και το αποτέλεσμά του να νομοθετηθεί.  Ο διάλογος αυτός πρέπει να περιλαμβάνει μείωση ασφαλιστικών εισφορών με αναζήτηση ισοδυνάμων αποτελεσμάτων αποδεκτών από τους κοινωνικούς εταίρους και αναζήτηση λύσεων στα κυρίαρχα θέματα της ανταγωνιστικότητας, όπως απλό και σταθερό φορολογικό σύστημα, απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και λειτουργίας των επιχειρήσεων, χρήσεις γης, υγιείς κανόνες και συνθήκες ανταγωνισμού, ηλεκτρονική βάση σύζευξης προσφοράς – ζήτησης στην αγορά εργασίας και άλλα».

Ηταν μια μεγάλη επιτυχία για τον ΣΕΒ, διότι είχε τη συναίνεση της «εργατικής πλευράς» σε ζητήματα όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η «στήριξη της επιχειρηματικότητας». Το άλλο σκέλος, το να μη θιγεί δηλαδή η ΕΓΣΣΕ, θα το αναλάμβανε η συγκυβέρνηση Παπαδήμου, όπως και έγινε. Με την τρόικα στο ρόλο του «κακού», η συγκυβέρνηση αποφάσισε τη μείωση κατά 22% του βασικού μισθού και ημερομίσθιου και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών. Οι καπιταλιστές υποτίθεται ότι διαφωνούσαν, ήταν αυτοί όμως που έσπευσαν πρώτοι να εφαρμόσουν το νέο δώρο.

Τώρα, έρχεται η ΓΣΕΕ και ζητά από τον ΣΕΒ να κάνει εκείνη τη συμφωνία σύμβαση, η οποία θα υπογραφεί μάλιστα στην έδρα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για να ‘χει κύρος. Η συνέχεια θα έχει ενδιαφέρον από άποψη προπαγανδιστική. Επί της ουσίας, όμως, τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Ούτε, βέβαια, οι καπιταλιστές θα στραφούν ενάντια στη σημερινή συγκυβέρνηση ούτε κανενός το αυτί θα ιδρώσει με μια, ακόμη και με δύο 24ωρες απεργίες.


Πηγή:Κόντρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου