Αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο από την Κόκκινη Ορχήστρα, που έφτασε στο blog μας υπό μορφή σχολίου.
Στο
τέλος της μεγαλειώδους συγκέντρωσης της 12ης Φλεβάρη, αργά τη νύχτα, ο
δήμαρχος των Αθηναίων Καμίνης, με δηλώσεις του στα αστικά ΜΜΕ δήλωνε
πως ζήτησε να βρίσκεται στο κέντρο επιχειρήσεων της αστυνομίας και να
βοηθά στο συντονισμό της καταστολής. Όπως εξήγησε, η πρότασή του, ήταν
απόρροια της θέσης του πως “στο κέντρο της Αθήνας είχε μεταφερθεί με
άλλο τρόπο η ίδια σύγκρουση που δινόταν και μέσα στη βουλή, η σύγκρουση
ανάμεσα στις δυνάμεις της ευθύνης και τις δυνάμεις της ανευθυνότητας
που θέλουν την επιστροφή στη δραχμή”, και παραπονιόταν που η αστυνομία δεν έκανε δεκτό το αίτημά του.Την
επαύριο της μεγάλης μαχητικής διαδήλωσης, την Τρίτη 14/2, η Αυγή
φιλοξενεί στις σελίδες της το ολοσέλιδο άρθρο του Νίκου Γεωργακάκη με
τίτλο «Ο κ. Παπουτσής, οι προβοκάτορες και η περιβόητη διαφάνεια», με το οποίο ο αρθρογράφος, αφού διαπιστώνει πως «ο δήμαρχος της Αθήνας είναι ο άμεσα ενδιαφερόμενος για το τι γίνεται στο κέντρο της Αθήνας»
(ενώ οι υπόλοιποι προφανώς είναι αδιάφοροι;) συμμερίζεται το αίτημά του
να βρίσκεται στη ΓΑΔΑ και θεωρεί ότι «είναι απαράδεκτο» το γεγονός πως
απορρίφθηκε.
Το άρθρο είναι ένα αναμάσημα των γνωστών επιχειρημάτων πως οτιδήποτε ξεφεύγει από τον ειρηνικό χαρακτήρα είναι έργο πρακτόρων και υποκινούμενων από την αστυνομία και μάλιστα κακό και πρόχειρο αναμάσημα. Ωστόσο, είναι ένα αξιοσημείωτο άρθρο για αρκετούς λόγους.
Καταρχήν προσπαθεί να υπονομεύσει και να ανατρέψει την προσωπική εμπειρία καθενός που βρέθηκε στη συγκέντρωση και στο όργιο της βίας των ΜΑΤ με έναν πολύ ευρηματικό τρόπο. Ο Γεωργακάκης εξηγεί ότι «για τα όποια επεισόδια, ασφαλώς δεν μπορεί κάποιος μεμονωμένα να έχει γενικευμένη εικόνα σαν αυτή που μπορεί να έχουν τα κόμματα, αλλά κυρίως το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, που κινητοποιεί τη μέρα αυτή εισαγγελείς, αστυνομικούς μυστικούς και φανερούς, και πολλά άλλα μέσα, όπως κρυφές κάμερες κλπ» (!!!) Για να καταλάβει λοιπόν τι συμβαίνει κάποιος που συμμετέχει στις διαδηλώσεις θα πρέπει να περιμένει τις ανακοινώσεις της ΓΑΔΑ που έχει την “πλήρη εικόνα”.
Αλλά τότε πως προκύπτει ότι όσοι τα σπάνε είναι πράκτορες της ασφάλειας, όπως θέλει να μας πείσει ο αρθρογράφος; Ούτε η ΓΑΔΑ, ούτε οι πολιτικοί προϊστάμενοί της, δηλ οι κατά καιρούς υπουργοί ΠΡΟΠΟ, έχουν παραδεχτεί κάτι τέτοιο. Αντίθετα, τους έχουν χρεώσει κατά καιρούς στο ΣΥΡΙΖΑ.
Εδώ λοιπόν κάνει μία τρίπλα στον εαυτό του και βγαίνει από τα αριστερά: «Όμως και τα κόμματα έχουν μια συλλογικότερη εικόνα και τη δυνατότητα σε ένα βαθμό (σ.σ. προφανώς μικρότερο από τη ΓΑΔΑ) να αντιληφθούν τι συμβαίνει». Έστω. Αυτός που ξέρει τι συνέβη στη συγκέντρωση στις 12/2 είναι η ΓΑΔΑ και τα κόμματα. Αλλά «τα κόμματα» δεν έχουν παρόμοια θέση και είναι λογικό αυτό, γιατί (όπως πρέπει κανείς να εξηγήσει στον κ. Γεωργακάκη) εξυπηρετούν διαφορετικά συμφέροντα. Για παράδειγμα ο Καρατζαφέρης (ΛΑΟΣ) καλούσε το στρατό για να επιβληθεί η τάξη και ο Σαμαράς (ΝΔ) απειλούσε πως θα βγάλει τις κουκούλες από τους κουκουλοφόρους. Όχι, μας λέει ο αρθρογράφος που δηλώνει επιπλέον ότι ο ίδιος προσωπικά εμπιστεύεται το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ και «παίρνει πολύ σοβαρά υπόψη τις καταγγελίες τους». Και ποιες είναι οι καταγγελίες τους; Φυσικά, τα περί πρακτόρων, περί σχεδίων της αστυνομίας, κλπ, κλπ, στα οποία αφιερώνει και το μεγαλύτερο μέρος του επίμαχου άρθρου.
Και γιατί τότε, αναρωτιέται ο ανυποψίαστος αναγνώστης, χρειαζόταν όλη αυτή η αυτοαναιρούμενη μανούβρα για το «Κέντρο Επιχειρήσεων που έχει την συνολική εικόνα»; Διότι το καλύτερο το φυλάει ο κ. Γεωργακάκης για το τέλος, που καταθέτει την πρότασή του.
«Όταν έχουμε μεγάλες πορείες να δίνεται η δυνατότητα να παρακολουθούν από το Κέντρο Επιχειρήσεων, δεν προτείνω να παρεμβαίνουν, αλλά να παρακολουθούν, εκπρόσωποι των κομμάτων του ελληνικού Κοινοβουλίου. (…) ώστε να δοθεί και στα κόμματα η δυνατότητα να διαμορφώσουν ολοκληρωμένη εικόνα και προτάσεις για τα θέματα δημοσίας τάξης»!!
Προφανώς, αυτό το άρθρο δεν απηχεί τις απόψεις του ΣΥΝ, ακόμη και αν επαναλαμβάνει την κεντρική θέση του κόμματος για παρακρατικούς. Οι επίσημες ανακοινώσεις του ΣΥΝ χρησιμοποιούν την «πρακτορολογία» των παρακρατικών συμπληρωματικά, καταγγέλλοντας πρωταρχικά τη βία της αστυνομίας, την επίσημη κρατική βία των χημικών, των ΜΑΤ, των ΔΙΑΣ. Στο συγκεκριμένο άρθρο δεν υπάρχεί ούτε μισή λέξη για όλα αυτά. Υπάρχουν μόνο οι ειρηνικοί διαδηλωτές, οι παρακρατικοί και το «Κέντρο Επιχειρήσεων». Η Αυγή συνηθίζει να φιλοξενεί διάφορες απόψεις στο πλαίσιο της πολυσυλλεκτικότητας, όμως ένα τόσο χυδαίο άρθρο ξεπερνά αυτά τα όρια. Γιατί τότε η Αυγή επέλεξε να το δημοσιεύσει; Δεν θα βιαστούμε να δώσουμε απάντηση.
Το άρθρο είναι ένα αναμάσημα των γνωστών επιχειρημάτων πως οτιδήποτε ξεφεύγει από τον ειρηνικό χαρακτήρα είναι έργο πρακτόρων και υποκινούμενων από την αστυνομία και μάλιστα κακό και πρόχειρο αναμάσημα. Ωστόσο, είναι ένα αξιοσημείωτο άρθρο για αρκετούς λόγους.
Καταρχήν προσπαθεί να υπονομεύσει και να ανατρέψει την προσωπική εμπειρία καθενός που βρέθηκε στη συγκέντρωση και στο όργιο της βίας των ΜΑΤ με έναν πολύ ευρηματικό τρόπο. Ο Γεωργακάκης εξηγεί ότι «για τα όποια επεισόδια, ασφαλώς δεν μπορεί κάποιος μεμονωμένα να έχει γενικευμένη εικόνα σαν αυτή που μπορεί να έχουν τα κόμματα, αλλά κυρίως το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, που κινητοποιεί τη μέρα αυτή εισαγγελείς, αστυνομικούς μυστικούς και φανερούς, και πολλά άλλα μέσα, όπως κρυφές κάμερες κλπ» (!!!) Για να καταλάβει λοιπόν τι συμβαίνει κάποιος που συμμετέχει στις διαδηλώσεις θα πρέπει να περιμένει τις ανακοινώσεις της ΓΑΔΑ που έχει την “πλήρη εικόνα”.
Αλλά τότε πως προκύπτει ότι όσοι τα σπάνε είναι πράκτορες της ασφάλειας, όπως θέλει να μας πείσει ο αρθρογράφος; Ούτε η ΓΑΔΑ, ούτε οι πολιτικοί προϊστάμενοί της, δηλ οι κατά καιρούς υπουργοί ΠΡΟΠΟ, έχουν παραδεχτεί κάτι τέτοιο. Αντίθετα, τους έχουν χρεώσει κατά καιρούς στο ΣΥΡΙΖΑ.
Εδώ λοιπόν κάνει μία τρίπλα στον εαυτό του και βγαίνει από τα αριστερά: «Όμως και τα κόμματα έχουν μια συλλογικότερη εικόνα και τη δυνατότητα σε ένα βαθμό (σ.σ. προφανώς μικρότερο από τη ΓΑΔΑ) να αντιληφθούν τι συμβαίνει». Έστω. Αυτός που ξέρει τι συνέβη στη συγκέντρωση στις 12/2 είναι η ΓΑΔΑ και τα κόμματα. Αλλά «τα κόμματα» δεν έχουν παρόμοια θέση και είναι λογικό αυτό, γιατί (όπως πρέπει κανείς να εξηγήσει στον κ. Γεωργακάκη) εξυπηρετούν διαφορετικά συμφέροντα. Για παράδειγμα ο Καρατζαφέρης (ΛΑΟΣ) καλούσε το στρατό για να επιβληθεί η τάξη και ο Σαμαράς (ΝΔ) απειλούσε πως θα βγάλει τις κουκούλες από τους κουκουλοφόρους. Όχι, μας λέει ο αρθρογράφος που δηλώνει επιπλέον ότι ο ίδιος προσωπικά εμπιστεύεται το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ και «παίρνει πολύ σοβαρά υπόψη τις καταγγελίες τους». Και ποιες είναι οι καταγγελίες τους; Φυσικά, τα περί πρακτόρων, περί σχεδίων της αστυνομίας, κλπ, κλπ, στα οποία αφιερώνει και το μεγαλύτερο μέρος του επίμαχου άρθρου.
Και γιατί τότε, αναρωτιέται ο ανυποψίαστος αναγνώστης, χρειαζόταν όλη αυτή η αυτοαναιρούμενη μανούβρα για το «Κέντρο Επιχειρήσεων που έχει την συνολική εικόνα»; Διότι το καλύτερο το φυλάει ο κ. Γεωργακάκης για το τέλος, που καταθέτει την πρότασή του.
«Όταν έχουμε μεγάλες πορείες να δίνεται η δυνατότητα να παρακολουθούν από το Κέντρο Επιχειρήσεων, δεν προτείνω να παρεμβαίνουν, αλλά να παρακολουθούν, εκπρόσωποι των κομμάτων του ελληνικού Κοινοβουλίου. (…) ώστε να δοθεί και στα κόμματα η δυνατότητα να διαμορφώσουν ολοκληρωμένη εικόνα και προτάσεις για τα θέματα δημοσίας τάξης»!!
Προφανώς, αυτό το άρθρο δεν απηχεί τις απόψεις του ΣΥΝ, ακόμη και αν επαναλαμβάνει την κεντρική θέση του κόμματος για παρακρατικούς. Οι επίσημες ανακοινώσεις του ΣΥΝ χρησιμοποιούν την «πρακτορολογία» των παρακρατικών συμπληρωματικά, καταγγέλλοντας πρωταρχικά τη βία της αστυνομίας, την επίσημη κρατική βία των χημικών, των ΜΑΤ, των ΔΙΑΣ. Στο συγκεκριμένο άρθρο δεν υπάρχεί ούτε μισή λέξη για όλα αυτά. Υπάρχουν μόνο οι ειρηνικοί διαδηλωτές, οι παρακρατικοί και το «Κέντρο Επιχειρήσεων». Η Αυγή συνηθίζει να φιλοξενεί διάφορες απόψεις στο πλαίσιο της πολυσυλλεκτικότητας, όμως ένα τόσο χυδαίο άρθρο ξεπερνά αυτά τα όρια. Γιατί τότε η Αυγή επέλεξε να το δημοσιεύσει; Δεν θα βιαστούμε να δώσουμε απάντηση.
Μπορούσε να πέσει η κυβέρνηση
Πριν θα επιχειρήσουμε να δώσουμε τα δικά μας συμπεράσματα από την
συγκέντρωση της 12/2, γιατί αντίθετα με όσα ισχυρίζεται ο κ. Γεωργακάκης
έχουμε μια συνολική οπτική και της συγκέντρωσης καθαυτής και των
πολιτικών διακυβευμάτων της. Λοιπόν, τη νύχτα αυτή μπορούσε να πέσει η
κυβέρνηση του Παπαδήμου και της (ντόπιας και ξένης) τρόικας. Ο λόγος που δεν συνέβη αυτό είναι η ατολμία της οργανωμένης αριστεράς.
Και για να προλάβουμε τις διάφορες ειρωνείες δεν μιλάμε ούτε για
σοσιαλιστική επανάσταση, ούτε για ανατροπή του καπιταλισμού. Η διάχυτη
λαϊκή οργή όμως μπορούσε να ρίξει αυτή την κυβέρνηση αν υπήρχε συνειδητή και αποφασιστική καθοδήγηση στο δρόμο. Τουλάχιστον να το προσπαθήσει.
Ήταν
η πρώτη συγκέντρωση όπου ο χώρος (πλ. Συντάγματος) είχε γεμίσει
ασφυχτικά ήδη πριν την ώρα του καλέσματος στις 5 το απόγευμα, αδιάψευστο
σημείο της αδημονίας του κόσμου. Η συγκέντρωση ήταν τεράστια.
Χωρίς να μπούμε εδώ στη συζήτηση των αριθμών (και ήδη ακούγονται κάποια
εξωφρενικά νούμερα) όλοι όμως συμφωνούν ότι ήταν μια ογκώδης
συγκέντρωση. Στις 5 η πλατεία Συντάγματος ήταν ασφυχτικά γεμάτη, η
Αμαλίας μέχρι τη στροφή της Φιλελλήνων, η Φιλελλήνων ολόκληρη, η
Μητροπόλεως, η Καραγιώργη και η Ερμού σε πολύ μεγάλο μήκος, η
Πανεπιστημίου μέχρι την Ομήρου και η Σταδίου μέχρι την πλατεία
Κολοκοτρώνη, ενώ λίγο αργότερα στην Ομόνοια το ΚΚΕ είχε ένα εντυπωσιακό
σε όγκο μπλοκ, που γύρω στις 6:30 είχε καταλάβει όλη την πλατεία, τη
Σταδίου μέχρι τη Σανταρόζα, την Πανεπιστημίου μέχρι τη Χαριλάου
Τρικούπη ενώ υπήρχαν μπλοκ για μερικές δεκάδες μετρά στην Αθηνάς και την
3η Σεπτεμβρίου. Επίσης μπλοκ του ΠΑΜΕ μάλλον των νότιων συνοικιών είχε
σταθμεύσει στις στήλες Ολ. Διός αφού ήταν αδύνατο να προσεγγίσει την
κεντρική συγκέντρωση του ΠΑΜΕ στην Ομόνοια.
Το βασικό ήταν η διάθεση του κόσμου. Αν στις συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων» υπήρχε μια διάθεση τουλάχιστον αμφίσημη, τώρα ήταν ξεκάθαρη: να φύγει αυτή η κυβέρνηση! Αυτό ήταν η μόνη σταθερή επωδός σε όποιο πηγαδάκι κι αν στεκόταν κανείς. Το μόνο που διέφερε ήταν τα επίθετα που στόλιζαν την κυβέρνηση. Αυτό το αίτημα ενοποιούσε και τους συγκεντρωμένους.
Ξεκάθαρη ήταν και η διάθεση του κόσμου αυτού -σε ένα μεγάλο μέρος του τουλάχιστον- να συγκρουστεί. Αυτό καταρχήν μπορούσε κανείς να το διαπιστώσει από νωρίς, αρκεί να γυρνούσε στα διάφορα μπλοκ. Οι μάσκες για την αντιμετώπιση των χημικών και τα μαλόξ, ήταν στα χέρια και τα πρόσωπα όχι μόνο νέων, αλλά κάθε ηλικίας διαδηλωτών. Αξιοσημείωτη ήταν και η αντίδραση των συγκεντρωμένων όταν έβλεπαν να κινούνται πιο μαχητικά άτομα δίπλα τους. Σε αντίθεση με προηγούμενες φορές το «μην προκαλούμε», είχε αντικατασταθεί με ανοχή ή ακόμη και με επευφημίες και χειροκροτήματα. Αυτά διαπίστωσε και το «Κέντρο Επιχειρήσεων» που είχε και την πλήρη εικόνα και αποφάσισε να χτυπήσει τη συγκέντρωση άμεσα, σκληρά και χωρίς να περιμένει το παραμικρό πρόσχημα. Εκεί που ο Γλέζος με τον Θοδωράκη μιλούσαν με κάποιον επικεφαλής της αστυνομίας άρχισαν να φεύγουν τα χημικά και να επιτίθονται οι διμοιρίες. Περισσότερο αποκαλυπτικό της διάθεσης του κόσμου ήταν το γεγονός ότι επί 4,5 ολόκληρες ώρες άντεχε στον χημικό πόλεμο και έδινε συγκρούσεις με την αστυνομία σε όλο το κέντρο. Αντίθετα με άλλες φορές που μετά τα χημικά άρχιζαν όλοι να τρέχουν πανικόβλητοι, τώρα απομακρύνονταν, ανάσαιναν και επανέρχονταν ξανά και ξανά να διεκδικήσουν την πλατεία και τους γύρω δρόμους. Σε αυτές τις συγκρούσεις αρκετές φορές η αστυνομία βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Για να μην αδικήσουμε και την Αυγή, από το φύλλο του επόμενου πρωινού, τότε ακόμη που οι εικόνες είναι νωπές, απομονώσαμε από το ρεπορτάζ της Αναστασίας Γιαμαλή: «Στιγμιότυπα από τους δρόμους της οργής» ένα πολύ εύγλωττο σημείο: «Εντυπωσιακή ήταν η εικόνα ενός ηλικιωμένου άνδρα ο οποίος κουβάλησε ένα κομμάτι τσιμέντο και το άφησε μπροστά στα πόδια νεαρών που φαίνονταν πιο επιδέξιοι στο να το πετάξουν, ενώ ήταν περικυκλωμένοι από τα ΜΑΤ».
Το βασικό ήταν η διάθεση του κόσμου. Αν στις συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων» υπήρχε μια διάθεση τουλάχιστον αμφίσημη, τώρα ήταν ξεκάθαρη: να φύγει αυτή η κυβέρνηση! Αυτό ήταν η μόνη σταθερή επωδός σε όποιο πηγαδάκι κι αν στεκόταν κανείς. Το μόνο που διέφερε ήταν τα επίθετα που στόλιζαν την κυβέρνηση. Αυτό το αίτημα ενοποιούσε και τους συγκεντρωμένους.
Ξεκάθαρη ήταν και η διάθεση του κόσμου αυτού -σε ένα μεγάλο μέρος του τουλάχιστον- να συγκρουστεί. Αυτό καταρχήν μπορούσε κανείς να το διαπιστώσει από νωρίς, αρκεί να γυρνούσε στα διάφορα μπλοκ. Οι μάσκες για την αντιμετώπιση των χημικών και τα μαλόξ, ήταν στα χέρια και τα πρόσωπα όχι μόνο νέων, αλλά κάθε ηλικίας διαδηλωτών. Αξιοσημείωτη ήταν και η αντίδραση των συγκεντρωμένων όταν έβλεπαν να κινούνται πιο μαχητικά άτομα δίπλα τους. Σε αντίθεση με προηγούμενες φορές το «μην προκαλούμε», είχε αντικατασταθεί με ανοχή ή ακόμη και με επευφημίες και χειροκροτήματα. Αυτά διαπίστωσε και το «Κέντρο Επιχειρήσεων» που είχε και την πλήρη εικόνα και αποφάσισε να χτυπήσει τη συγκέντρωση άμεσα, σκληρά και χωρίς να περιμένει το παραμικρό πρόσχημα. Εκεί που ο Γλέζος με τον Θοδωράκη μιλούσαν με κάποιον επικεφαλής της αστυνομίας άρχισαν να φεύγουν τα χημικά και να επιτίθονται οι διμοιρίες. Περισσότερο αποκαλυπτικό της διάθεσης του κόσμου ήταν το γεγονός ότι επί 4,5 ολόκληρες ώρες άντεχε στον χημικό πόλεμο και έδινε συγκρούσεις με την αστυνομία σε όλο το κέντρο. Αντίθετα με άλλες φορές που μετά τα χημικά άρχιζαν όλοι να τρέχουν πανικόβλητοι, τώρα απομακρύνονταν, ανάσαιναν και επανέρχονταν ξανά και ξανά να διεκδικήσουν την πλατεία και τους γύρω δρόμους. Σε αυτές τις συγκρούσεις αρκετές φορές η αστυνομία βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Για να μην αδικήσουμε και την Αυγή, από το φύλλο του επόμενου πρωινού, τότε ακόμη που οι εικόνες είναι νωπές, απομονώσαμε από το ρεπορτάζ της Αναστασίας Γιαμαλή: «Στιγμιότυπα από τους δρόμους της οργής» ένα πολύ εύγλωττο σημείο: «Εντυπωσιακή ήταν η εικόνα ενός ηλικιωμένου άνδρα ο οποίος κουβάλησε ένα κομμάτι τσιμέντο και το άφησε μπροστά στα πόδια νεαρών που φαίνονταν πιο επιδέξιοι στο να το πετάξουν, ενώ ήταν περικυκλωμένοι από τα ΜΑΤ».
Χωρίς σχέδιο και στόχο
Οι διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την αστυνομία πιο σθεναρά από κάθε άλλη φορά την τελευταία περίοδο, χωρίς όμως έναν στόχο.
Ο στόχος που έθετε η κοινοβουλευτική αριστερά (ΣΥΝ και ΚΚΕ) ήταν μια
τεράστια ειρηνική -για μια ακόμη φορά- συγκέντρωση έξω από τη βουλή.
Ακόμη κι αν πολλοί από τους συγκεντρωμένους κατέβηκαν με τέτοια διάθεση,
οι επιθέσεις της αστυνομίας -για μια ακόμη φορά- δεν άφηναν κανένα
τέτοιο περιθώριο και αυτό αποδεικνύεται από το αναντίρρητο γεγονός ότι η
αστυνομία επιτέθηκε απρόκλητα. Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικές και
οι διαθέσεις του κόσμου. Αυτή τη φορά η οργή ξεχείλιζε για να αρκεστεί
σε έναν ειρηνικό περίπατο στην πλατεία Συντάγματος. Αλλά και άλλες
δυνάμεις της αριστεράς, που μπορεί να καλούσαν σε πτώση της κυβέρνησης,
(ή ακόμη – ακόμη και σε ανατροπή του καπιταλισμού) δεν είχαν να
παρουσιάσουν μια πρακτική πρόταση για το πώς μπορεί να γίνει κάτι
τέτοιο. Όχι γενικά και αόριστα, αλλά συγκεκριμένα, το βράδυ της Κυριακής
12 Φλεβάρη. Μια πρόταση προς τον κόσμο που κατέβηκε στο κέντρο. Μετά
από 4,5 ώρες συγκρούσεων με την αστυνομία, και καθώς η φύση απεχθάνεται
το κενό, η απουσία μιας πρακτικής δράσης στο δρόμο καλύφθηκε –για μια ακόμη φορά- από τις μάχιμες αναρχικές ομάδες.
Ενώ μέχρι εκείνη την ώρα συγκρούονταν με την αστυνομία, στην απουσία
ενός στόχου στο δρόμο, εφάρμοσαν την δική τους πρόταση με επιθέσεις και
εμπρησμούς σε κτίρια τραπεζών και σε κάποια μεγάλα καταστήματα. (Το αν
κάποιες τράπεζες στεγάζονται στα λίγα νεοκλασικά που γλίτωσαν από τις
μπουλντόζες του παλιού Καραμανλή, αυτό θα πρέπει να καταγραφεί μάλλον
σαν θλιβερή παράπλευρη απώλειά παρά σαν στόχο καθεαυτό όπως ακούστηκε εκ
των υστέρων). Από εκεί και μετά το κέντρο φλεγόταν. Σε αυτό το κλίμα
δρούσε βέβαια, εκτός από τους διάφορους ασφαλίτες, και κάθε καρυδιάς
καρύδι. Ξυρισμένοι φασίστες, ελληναράδες που φορούσαν τη γαλανόλευκη σαν
μπέρτα, χουλιγκάνοι κάθε ομάδας και υποκοσμιακοί που βρήκαν ευκαιρία να
πλιατσικολογήσουν και να ληστέψουν. Έτσι έκλεισε άδοξα, παράλληλα με
την ψηφοφορία στη βουλή μια συγκέντρωση που θα μπορούσε να έχει ρίξει
την κυβέρνηση Παπαδήμου – Βενιζέλου – Σαμαρά – Καρατζαφέρη.
Είναι χαρακτηριστικό πως στην επαρχία δεν εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα.
Παρά που και εκεί υπήρξαν συγκρούσεις με την αστυνομία, σε πολλές
περιπτώσεις το κίνημα συνενώθηκε γύρω από έναν στόχο κατάληψης κάποιου
κεντρικού κρατικού κτιρίου –δημαρχείου ή περιφέρειας- και πολλές φορές
τον πέτυχε. Γιατί αυτό δεν μπορούσε να γίνει στην Αθήνα; Γιατί δεν θα
μπορούσε να καταληφθεί το δημαρχείο ας πούμε, η παλιά βουλή, ή κάποιο
κεντρικό υπουργείο; Μήπως στην Αθήνα δεν υπήρχε ο κόσμος ή η διάθεση για
κάτι τέτοιο; Αυτό που διαφέρει είναι το διακύβευμα. Αυτό που στο
Ηράκλειο ή στην Σπάρτη έχει χαρακτήρα σχεδόν συμβολικό στην Αθήνα αποκτά
χαρακτήρα κεντρικό, πραγματικό, καταλυτικό, που έρχεται σε ευθεία
αντιπαράθεση με το κράτος των τραπεζιτών και την κυβέρνησή τους. Η κατάληψη ας πούμε της παλιάς βουλής
από τον κόσμο την Κυριακή, με το αίτημα να πάρει δρόμο αυτή η κυβέρνηση
όσο η βουλή ψήφιζε το δεύτερο μνημόνιο, δεν θα ήταν μια κατάληψη σαν
του δημαρχείου στο Ρέθυμνο. Θα λειτουργούσε σαν το κέντρο της αντιπαράθεσης για όλη την Ελλάδα.
Όπως λειτούργησε η κατάληψη του Πολυτεχνείου στη χούντα. Θα ήταν το
πρώτο θέμα σε όλα τα ΜΜΕ παγκοσμίως. Θα έφερνε την αντιπαράθεση σε ένα
άλλο, ανώτερο επίπεδο και ενδεχομένως να βιώναμε «μια νύχτα μαγική σαν
την Αργεντινή» με τη μόνη διαφορά πως θα χρειάζονταν ίσως περισσότερα
ελικόπτερα. Η αριστερά δεν θέλησε να πάρει αυτή την ευθύνη.
Η αριστερά στο σύνολό της επιμένει πως αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει. Την ίδια στιγμή στο μεγαλύτερο μέρος της (και βασικά ο ΣΥΝ και το ΚΚΕ που λόγω του μεγέθους τους μας ενδιαφέρει εδώ) αν και καλεί το λαό να την ανατρέψει, δεν προτείνει τίποτε άλλο από ειρηνικές μαζικές συγκεντρώσεις. Αλλά δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα στην παγκόσμια ιστορία που ο λαός να κατάφερε να ρίξει την κυβέρνηση με ειρηνικές συγκεντρώσεις όσο μαζικές και να ήταν. Ούτε μία. Η πιο κοντινή, χρονικά και τοπικά, η κυβέρνηση του ΔΝΤ και της ΕΕ στη Ρουμανία, αναγκάστηκε να φύγει μετά από μέρες αγώνων. Εδώ η αριστερά, φαίνεται πως περιμένει πότε θα αποφασίσει ο διορισμένος πρωθυπουργός να προκηρύξει εκλογές. Κάτι σαν τη λογική του ώριμου φρούτου, αλλά στο πιο σάπιο. Και ως τότε τι; Ως τότε δύο πράγματα: 1) κάλεσμα σε “αγώνα διαρκείας”, χωρίς άμεσους στόχους και επομένως απολογισμούς, σαν να έχει κανείς την όρεξη ή τα κουράγια και τις αντοχές να απεργεί και να διαδηλώνει διαρκώς. 2) βαθιά -προπαγανδιστική- δουλειά ώστε να εξηγήσουμε ξανά και ξανά σαν ο κόσμος να είναι εντελώς ηλίθιος και να μην καταλαβαίνει μπίτι τι του συμβαίνει. Αυτά φανερά. Γιατί υπάρχει και ένα τρίτο πραγματάκι, που η επιδίωξή του γίνεται πιο διακριτικά. Η αριστερά να πάρει θέση στο νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται με τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ και τη κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού τοπίου.
Η αριστερά στο σύνολό της επιμένει πως αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει. Την ίδια στιγμή στο μεγαλύτερο μέρος της (και βασικά ο ΣΥΝ και το ΚΚΕ που λόγω του μεγέθους τους μας ενδιαφέρει εδώ) αν και καλεί το λαό να την ανατρέψει, δεν προτείνει τίποτε άλλο από ειρηνικές μαζικές συγκεντρώσεις. Αλλά δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα στην παγκόσμια ιστορία που ο λαός να κατάφερε να ρίξει την κυβέρνηση με ειρηνικές συγκεντρώσεις όσο μαζικές και να ήταν. Ούτε μία. Η πιο κοντινή, χρονικά και τοπικά, η κυβέρνηση του ΔΝΤ και της ΕΕ στη Ρουμανία, αναγκάστηκε να φύγει μετά από μέρες αγώνων. Εδώ η αριστερά, φαίνεται πως περιμένει πότε θα αποφασίσει ο διορισμένος πρωθυπουργός να προκηρύξει εκλογές. Κάτι σαν τη λογική του ώριμου φρούτου, αλλά στο πιο σάπιο. Και ως τότε τι; Ως τότε δύο πράγματα: 1) κάλεσμα σε “αγώνα διαρκείας”, χωρίς άμεσους στόχους και επομένως απολογισμούς, σαν να έχει κανείς την όρεξη ή τα κουράγια και τις αντοχές να απεργεί και να διαδηλώνει διαρκώς. 2) βαθιά -προπαγανδιστική- δουλειά ώστε να εξηγήσουμε ξανά και ξανά σαν ο κόσμος να είναι εντελώς ηλίθιος και να μην καταλαβαίνει μπίτι τι του συμβαίνει. Αυτά φανερά. Γιατί υπάρχει και ένα τρίτο πραγματάκι, που η επιδίωξή του γίνεται πιο διακριτικά. Η αριστερά να πάρει θέση στο νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται με τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ και τη κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού τοπίου.
Καταγγελίες στα λόγια, διαπιστευτήρια στην πράξη
Για να ξαναγυρίσουμε λοιπόν στην αρχή, ποιο πράγμα από τα τρία
προηγούμενα εξυπηρετεί η δημοσίευση στην Αυγή στις 14/2 του άρθρο του κ.
Γεωργακάκη, αν και δεν εκφράζει την θέση του ΣΥΝ, ακόμη κι αν είναι
τελείως προκλητικό για όποιον αναγνώστη έτυχε να διαδηλώνει την Κυριακή;
Ο διευθυντής της Αυγής σ. Ν. Φίλης έτυχε να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και ενδεχομένως να μην το πήρε χαμπάρι. Βρισκόταν εκεί σαν «οικοδεσπότης» μιας από καιρό προγραμματισμένης εκδήλωσης της εφημερίδας με θέμα «η δημοκρατία σε κρίση». Την ώρα που στην Αθήνα τυπωνόταν το άρθρο, αυτός άκουγε τον Τσίπρα, που ανάμεσα στα άλλα είπε για τις αντιλαϊκές πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση πως «τέτοιες πολιτικές επιλογές δεν μπορούν να επιβληθούν δίχως εκτροπή, έξω από τις επιταγές του Συντάγματος, την κοινοβουλευτική διαδικασία και το ευρωπαϊκό κεκτημένο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και πως αν είμαστε σε άλλο χρόνο ή άλλο γεωγραφικό μήκος και πλάτος και όχι στην καρδιά της Ευρώπης μόνο με πραξικοπήματα θα μπορούσαν να επιβληθούν». Εξηγούσε δηλαδή στο ακροατήριο την πάγια -και σωστή γενικά- θέση του κόμματος για τον περιορισμό της αστικής δημοκρατίας την εποχή του μνημονίου. Σίγουρα, όταν μια χούντα χρησιμοποιεί την καταστολή για να τσακίσει τη λαϊκή οργή, η απάντηση της αριστεράς δεν μπορεί να είναι μια «διακομματική επιτροπή που να παρίσταται στο Κέντρο Επιχειρήσεων της αστυνομίας» της “χούντας”.
Κατά τη γνώμη μας η δημοσίευση ενός τέτοιου άρθρου δεν είναι αβλεψία, αλλά μια ενέργεια εντελώς συνειδητή.
Ο καταγγελτικός λόγος -και δράση- του ΣΥΡΙΖΑ συμβαδίζει με την προσπάθεια για τη δημιουργία του «πλατιού αντιμνημονιακού μπλοκ που θα οδηγήσει σε ένα νέο συνασπισμό εξουσίας». Το πρόβλημα είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ πιεζόμενος ανάμεσα στην αμετακίνητη καθήλωση του ΚΚΕ και την δημοσκοπική άνοδο της ΔΗΜΑΡ που συμβαδίζει με την πολιτική της αποχαλίνωση, έχει χάσει το πολιτικό μέτρο. Το άρθρο αυτό δεν είναι το πρώτο «ολίσθημα». Κρυμμένος πίσω από την πολυσυλλεκτικότητά του υιοθετεί φανερά ή ντροπαλά, σταθερά όμως, όλο και πιο προσαρμοστικές θέσεις προς το σύστημα. Και αυτό τη στιγμή που περισσότερο από ποτέ η ελληνική κοινωνία έχει στρέψει τα αυτιά και τα μάτια της προς την αριστερά.
Ο διευθυντής της Αυγής σ. Ν. Φίλης έτυχε να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και ενδεχομένως να μην το πήρε χαμπάρι. Βρισκόταν εκεί σαν «οικοδεσπότης» μιας από καιρό προγραμματισμένης εκδήλωσης της εφημερίδας με θέμα «η δημοκρατία σε κρίση». Την ώρα που στην Αθήνα τυπωνόταν το άρθρο, αυτός άκουγε τον Τσίπρα, που ανάμεσα στα άλλα είπε για τις αντιλαϊκές πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση πως «τέτοιες πολιτικές επιλογές δεν μπορούν να επιβληθούν δίχως εκτροπή, έξω από τις επιταγές του Συντάγματος, την κοινοβουλευτική διαδικασία και το ευρωπαϊκό κεκτημένο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και πως αν είμαστε σε άλλο χρόνο ή άλλο γεωγραφικό μήκος και πλάτος και όχι στην καρδιά της Ευρώπης μόνο με πραξικοπήματα θα μπορούσαν να επιβληθούν». Εξηγούσε δηλαδή στο ακροατήριο την πάγια -και σωστή γενικά- θέση του κόμματος για τον περιορισμό της αστικής δημοκρατίας την εποχή του μνημονίου. Σίγουρα, όταν μια χούντα χρησιμοποιεί την καταστολή για να τσακίσει τη λαϊκή οργή, η απάντηση της αριστεράς δεν μπορεί να είναι μια «διακομματική επιτροπή που να παρίσταται στο Κέντρο Επιχειρήσεων της αστυνομίας» της “χούντας”.
Κατά τη γνώμη μας η δημοσίευση ενός τέτοιου άρθρου δεν είναι αβλεψία, αλλά μια ενέργεια εντελώς συνειδητή.
Ο καταγγελτικός λόγος -και δράση- του ΣΥΡΙΖΑ συμβαδίζει με την προσπάθεια για τη δημιουργία του «πλατιού αντιμνημονιακού μπλοκ που θα οδηγήσει σε ένα νέο συνασπισμό εξουσίας». Το πρόβλημα είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ πιεζόμενος ανάμεσα στην αμετακίνητη καθήλωση του ΚΚΕ και την δημοσκοπική άνοδο της ΔΗΜΑΡ που συμβαδίζει με την πολιτική της αποχαλίνωση, έχει χάσει το πολιτικό μέτρο. Το άρθρο αυτό δεν είναι το πρώτο «ολίσθημα». Κρυμμένος πίσω από την πολυσυλλεκτικότητά του υιοθετεί φανερά ή ντροπαλά, σταθερά όμως, όλο και πιο προσαρμοστικές θέσεις προς το σύστημα. Και αυτό τη στιγμή που περισσότερο από ποτέ η ελληνική κοινωνία έχει στρέψει τα αυτιά και τα μάτια της προς την αριστερά.
Κ. Ρουσίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου