Παραθέτουμε κείμενο από την Κόκκινη Ορχήστρα που έφτασε στον Κόκκινο Τύπο με την μορφή σχολίου, σε προηγούμενη ανάρτησή μας σχετικά με την επίσκεψη "αλληλεγγύης" στους χαλυβουργούς εργάτες, από μέλη της Χρυσής Αυγής.
Με αφορμή μια απροσδόκητη επίσκεψη φασιστών στη Χαλυβουργία
Την Παρασκευή (17/2)
κλιμάκιο της νεοναζιστικής συμμορίας που περιφέρεται με τον τίτλο
“χρυσή αυγή” βρέθηκε στην “Χαλυβουργία Ελλάδος” που βρίσκεται ήδη στον
4ο μήνα απεργίας διαρκείας. Οι εργάτες που βρίσκονταν εκεί μαζί και
ηγετικά στελέχη του σωματείου τους αντί να τους πετάξουν έξω με τις
κλωτσιές, θεώρησαν θεμιτό όχι μόνο να παραλάβουν από δαύτους μερικά
κουτιά γάλατα με το περιτύλιγμα “χρυσή αυγή για να ξεβρομίσει ο τόπος”
αλλά και να τους δώσουν το μικρόφωνο για να ακούσουν από πάνω και τις
εμετικές τους ανοησίες.
Το γεγονός αυτό προκαλεί αηδία και αποτελεί πρώτα απ’ όλα ύβρη στον ίδιο τον αγώνα αυτών των ανθρώπων που μπορεί να αγωνίζονται,
όχι για μια άλλη κοινωνία αλλά απλά για το μεροκάματό τους, αλλά αυτό
έπ’ ούδενί δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ανοχή στα φασιστικά καθάρματα
που εκτός των άλλων έχουν ταχθεί ανοιχτά υπέρ του Μάνεση (αφεντικού της
Χαλυβουργία Ελλάδος). Για πολλούς το θλιβερό αυτό γεγονός αποτελεί μια
ευκαιρία να επιτεθούν στον πρόεδρο του σωματείου που πρόσκειται στο ΠΑΜΕ
και κατ’ επέκταση στο ΚΚΕ ότι τα έχει κάνει πλακάκια με τους φασίστες.
Είναι αλήθεια ότι το ΚΚΕ και ο συνδικαλιστικός του βραχίονας έχει
ευθύνες όχι μόνο για ότι συνέβη στη Χαλυβουργία, αλλά γενικότερα για την
αδιαφορία του να συγκρουστεί αποφασιστικά με τα φασιστόμουτρα. Αυτό
όμως δεν αφορά μόνο το ΚΚΕ αλλά ολόκληρη σχεδόν την αριστερά, ακόμα κι
αυτή που ασχολείται με το θέμα, αλλά αυστηρά με την προπαγανδιστική του
πλευρά. Το 5% που εισέπραξε η χ.α. στο δήμο Αθηναίων στις πρόσφατες
δημοτικές εκλογές (Οκτ. 2010) θα έπρεπε να ανησυχήσει ιδιαιτέρως αυτή
την αριστερά που λοιδορούσε όσους θεωρούσαν ότι το νεοναζιστικό
γκρουπούσκουλο θα έπρεπε να έχει συντριφτεί από το αυγό του, ως θιασώτες
ενός “πολέμου συμμοριών”. Δυστυχώς η αδιαφορία που συνεχίζεται και
μπροστά στο ενδεχόμενο της εισόδου του στη βουλή έχει μετατραπεί σε μια
παραλυτική αμηχανία. Είναι σίγουρο ότι αν γίνει κι αυτό οι μέχρι
πρότινος αφ’ υψηλού και αδιάφορη αριστερά θα καταβληθεί από πανικό και
θα ανακαλύψει ότι πρέπει επιτέλους να ασχοληθεί με το θέμα. Είναι
σίγουρο όμως ότι και τότε θα επιλέξει τον πιο λάθος τρόπο για να το
κάνει: να αντιπαρατεθεί σε επίπεδο επιχειρημάτων, μετατρέποντάς τους και
σε επίσημους συνομιλητές. Όμως το ζήτημα με αφορμή την επίσκεψη των
φασιστών στη Χαλυβουργία δεν είναι τι δεν έχει κάνει η αριστερά για να
τους αντιμετωπίσει. Δεν χρειαζόταν το περιστατικό αυτό για να γίνει αυτή
η κουβέντα. Αρκεί ο Άγιος Παντελεήμονας και ο απανταχού ρατσισμός που
ηγεμονεύει σε ευρύτερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Τα περιστατικό αυτό είναι σημαντικό για έναν άλλο λόγο,
που αφορά την ίδια την εργατική τάξη και πολύ περισσότερο όχι την
εργατική τάξη που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου αλλά εκείνη που
βρίσκεται στην πρωτοπορία του ταξικού αγώνα, στην 110μέρα μια ηρωικής
απεργίας διαρκείας. Εκείνης που εδώ και 4 μήνες έχει γίνει το σύμβολο
της ταξικής αντιπαράθεσης με τα αφεντικά. “Όλη η Ελλάδα να γίνει
Χαλυβουργία” φωνάζει ολόκληρη η αριστερά και η αναρχία. Δεν είναι τυχαίο
που χιλιάδες άνθρωποι που με κάθε τρόπο έχουν συμπαρασταθεί στον αγώνα
των χαλυβουργιών έχουν υποστεί ένα κρύο ντους.
Πολύ περισσότερο όταν στην υποδοχή δεν ήταν μόνο ο πρόεδρος του
σωματείου αλλά και εργαζόμενος που ήταν ομιλητής σε συνέλευση για την
απεργία στην ΑΣΟΕΕ από σωματεία βάσης, εργατικές ομάδες και συνελεύσεις ανέργων εργαζομένων και αλληλέγγυων.
Αλλάζει η συνείδηση με βιωματικές εμπειρίες;
Μέχρι τώρα στην αριστερά και γενικότερα στο κίνημα επικρατούσε η
άποψη ότι η συνείδηση της εργατική τάξης αλλάζει μέσα από τις εμπειρίες
της και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια που αντιπαρατίθεται με τα αφεντικά.
Εκεί συγκροτείται ως ανταγωνίστρια τάξη με τους καπιταλιστές, εκεί
γίνεται από αντικείμενο εκμετάλλευσης επαναστατικό υποκείμενο. Σύμφωνα
με αυτή την άποψη οι αυταπάτες που έχουν οι εργάτες στο μυαλό τους δεν
μπορούν ν’ αλλάξουν παρά μόνο μέσα από την όξυνση του ταξικού
ανταγωνισμού. Και η απεργία της Χαλυβουργίας θεωρήθηκε και ακόμα
θεωρείται ένα υπόδειγμα τέτοιου ανταγωνισμού. Είναι αλήθεια ότι αν
κανείς είναι κλεισμένος στο σπίτι του αγκαλιά με τον Πρετεντέρη κάθε
βράδυ στις 8 είναι μάλλον δύσκολο να αλλάξει απόψεις. Είναι αλήθεια
επίσης ότι αν δεν συγκρουστεί ποτέ με το αφεντικό του δεν θα έχει τα
ερεθίσματα να βάλει σε δοκιμασία τις βεβαιότητες που έχει για τον κόσμο.
Αλήθεια είναι και ότι αν εργάζεται με άλλους 1000 ή 2000 σε ένα
εργοστάσιο σαν την χαλυβουργία και όχι σε ένα κομμωτήριο με τον
ιδιοκτήτη του, έχει περισσότερες πιθανότητες να αντιληφθεί τη δύναμη που
έχει ο συλλογικός αγώνας και τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να τα
βάλλει με τους “παντοδύναμους” καπιταλιστές. Όλα αυτά είναι γνωστά και
τα μαθαίνουν όλοι όταν πρωτομπαίνουν σε κάποια συλλογικότητα της
αριστεράς και όχι μόνο. Γιατί όμως δεν επιβεβαιώνονται στη Χαλυβουργία;
Γιατί μετά από 110 μέρες σκληρής απεργίας με την αριστερά, την αναρχία,
τους αυτόνομους, τους οπαδούς του αδιαμεσολάβητου ταξικού αγώνα, τους
συμβουλιακούς, τα πρωτοβάθμια σωματεία και τις λαϊκές συνελεύσεις να
συμπαρίστανται, ξαφνικά μια επίσκεψη ναζιστών γίνεται δεκτή χωρίς κανένα
πρόβλημα; Γιατί αυτοί οι εργάτες μετά από 110 μέρες απεργίας, που άλλοι
δεν πρόκειται να κάνουν σε ολόκληρη τη ζωή τους, δεν έχουν τη
“συνείδηση” να πετάξουν τα φασιστόμουτρα με τις κλωτσιές έξω από το
εργοστάσιο; Πολλοί θα απαντήσουν ότι την ευθύνη γι’ αυτό την έχει ο
ΠΑΜίτης πρόεδρος. Δηλαδή αν δεν ήταν το ΠΑΜΕ στην απεργία είναι σίγουρο
ότι οι εργάτες αδιαμεσολάβητα πλέον θα τσάκιζαν τους φασίστες στο ξύλο;
Το πιστεύει στα σοβαρά αυτό κανείς; Αυτό φυσικά δεν αθωώνει τη στάση του
προέδρου και το ΚΚΕ που ακόμα και μετά το γεγονός μπορεί να ψελλίζει
κάτι περί προβοκάτσιας αλλά μια ξεκάθαρη ανακοίνωση δεν έχει βγει μέχρι
στιγμής. Όμως είναι άλλο η στάση του ΚΚΕ και άλλο τι συμβαίνει τελικά με
την εργατική τάξη ως τέτοια (ως καταπιεζόμενη τάξη) και πολύ
περισσότερο ως επαναστατικό υποκείμενο.
Στην πραγματικότητα όσα συνέβησαν την Παρασκευή είναι μια τρανή απόδειξη της ρηχότητας του εργατισμού και της “αδιαμεσολάβητης”
ταξικής πάλης. Είναι η παταγώδης αποτυχία μιας αντίληψης που
φετιχοποιεί τη βιωματική ταξική πάλη πιστεύοντας ότι έτσι αλλάζει η
συνείδηση δαιμονοποιώντας ταυτόχρονα κάθε πολιτική και ιδεολογική
παρέμβαση ως εμπόδιο για την ολοκλήρωση της “αδιαμεσολάβητης” ταξικής
συνειδητοποίησης που είναι σχεδόν ένα πρακτικό καθήκον για το ξεκλείδωμα
της εν γένει και εκ του φυσικού της καταπιεσμένης -από “κόμματα και
κράτος”- επαναστατικότητας των καταπιεσμένων. Είναι μια θλιβερή αποτυχία
των απανταχού εργατιστών, αγνών, ταξικών συνδικαλιστών (και
αναρχοσυνδικαλιστών) που πιστεύουν ότι αρκεί η συνδικαλιστική οργάνωση
και ο σκληρός ταξικός αγώνας για να φτάσει η εργατική τάξη στην
επανάσταση. Είναι η διάψευση της φαντασίωσης σύσσωμης σχεδόν της
απανταχού -συνδικαλιστικής στην ουσία- αριστεράς όλου του τόξου, που
πιστεύει ότι η επανάσταση θα έρθει ως κλιμάκωση του διεκδικητικού αγώνα
της εργατικής τάξης και των “σύμμαχων” στρωμάτων. Ότι δήθεν ο αγώνας της
ΔΕΗ, των υπάλληλων που χάνουν τη δουλειά τους ή που τους πετσοκόβεται ο
μισθός, των φοιτητών που τους κόβουν τα δικαιώματα στο πτυχίο ή του
χαλυβουργού που χάνει τη δουλειά του, με έναν μαγικό τρόπο θα
μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο ταξικό μέτωπο που θα ανατρέψει τον
καπιταλισμό. Και πως θα γίνει αυτό; Μα με τον συντονισμό και την
κλιμάκωση σε μια απεργία διαρκείας. Αυτή είναι η συνταγή που σερβίρει
εδώ και δεκαετίες σύσσωμος ο πέραν της παραδοσιακής αριστεράς χώρος και
εκεί εξαντλείται κάθε επαναστατικό σχέδιο. Μέχρι που συμβαίνει κάτι και
όλα πάνε στράφι και φτου κι απ’ την αρχή.
Η απεργία της χαλυβουργίας στην 110η
της μέρα, ήρθε να διαψεύσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αυτό το
σχήμα. Αυτό τι σημαίνει τώρα; Ότι δεν είναι ηρωικοί οι απεργοί, ότι
τσάμπα ο αγώνας μαζί και η συμπαράσταση; Ότι το σωματείο πρόδωσε κάτι;
Όχι δεν σημαίνει αυτό. Τίποτα δεν πήγε τσάμπα. Οι απεργοί της
χαλυβουργίας έκαναν το καθήκον τους και με το παραπάνω ακόμα κι αν
σταματήσουν αύριο την απεργία τους. Το ίδιο όσοι έδειξαν την αλληλεγγύη
τους. Μαζί και το ΠΑΜΕ, το οποίο πέρα από τις όποιες απόψεις έχει κανείς
για το ΚΚΕ, έχει συμπαρασταθεί στον αγώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι είχε
και τη σωστή γραμμή, αλλά αυτό δεν αφορά μόνο το ΠΑΜΕ. Αφορά τους πάντες
που πίστεψαν ότι οι χαλυβουργοί είναι στην πρωτοπορία του ταξικού αγώνα
για να πέσει το μνημόνιο ακόμα και ο ίδιος καπιταλισμός. Κανένα τέτοιο
καθήκον δεν είχαν αναλάβει οι εργάτες της Χαλυβουργίας. Η φαντασίωση
αυτή ανήκει αποκλειστικά σε όσους την καλλιέργησαν για να καλλιεργήσουν
τους δικούς τους μύθους. Το ΠΑΜΕ για να αποδείξει ότι ηγείται ενός
ηρωικού αγώνα, και οι υπόλοιποι για να αποδείξουν έστω και αν δεν
ηγούνται ότι τουλάχιστον να επιτέλους που υπάρχουν εργάτες που κάνουν
μια σκληρή απεργία διαρκείας και μάλιστα πραγματικοί εργοστασιακοί
εργάτες, όχι δημόσιοι υπάλληλοι της πλάκας. Ο χαλυβουργός είναι ο
εργάτης που περιγράφει ο Μαρξ και ο αναρχισμός που έρχεται από το Σικάγο
του 1886 και την Ισπανία του 36. Είναι η εξιλέωση της ελληνικής
εργατικής τάξης που επιτέλους ξύπνησε. Είναι η επιβεβαίωση των οπαδών
της απεργίας διαρκείας που καλούν τους πάντες να ακολουθήσουν αυτό το
παράδειγμα. Γι’ αυτό και όλοι αυτοί αισθάνονται μια απόλυτη αμηχανία
μπροστά στο ατόπημα των απεργών να δεχτούν τα καθάρματα της χ.α.
Αισθάνονται απογοητευμένοι και αποσβολωμένοι: “Μα δεν είναι δυνατόν“!Και όμως είναι.
Εργατισμός και οικονομισμός
Οι απεργοί της Χαλυβουργίας δεν είχαν υποσχεθεί σε κανέναν ότι θα ηγηθούν της επερχόμενης επανάστασης.
Δέχτηκαν την αλληλεγγύη της αριστεράς, των “ταξικών σωματίων”, των
αδιαμεσολάβητων “σωματείων βάσης”, του ΠΑΜΕ και οποιουδήποτε πήγαινε
εκεί για να συμπαρασταθεί και ίσως για να επιβεβαιωθεί για το πολιτικό
του ή το κοινωνικό του σχέδιο. Στην ηγεσία βρέθηκε από την αρχή το ΠΑΜΕ.
Ας ήταν κι άλλοι εκεί για να διεκδικήσουν αυτό το ρόλο. Στην πραγματική
ζωή και όχι στης φαντασιώσεις του καθενός, όταν γίνεται ένας αγώνας
κάποιοι παίζουν ένα πρωταγωνιστικό ρόλο. Είτε για τι έχουν ασχοληθεί με
όλα τούτα και έχουν μια κάποια εμπειρία περισσότερη από τους άλλους,
είτε γιατί έχουν ορισμένες ιδέες που τους δίνουν τη δυνατότητα να
ασχοληθούν και να πάρουν πάνω τους την υπόθεση. Αυτοί συνήθως γράφουν
τις προκηρύξεις και τις ανακοινώσεις. Αυτό συμβαίνει παντού και όχι μόνο
στο ΚΚΕ. Οι εργάτες συνήθως εμπιστεύονται αυτούς τους συναδέλφους τους
για να τους εκπροσωπήσουν ακόμα κι αν αυτό έχει τη βούλα μιας γενικής
συνέλευσης. Και ηγέτες δεν έχουν μόνο οι εργάτες που ακολουθούν το ΚΚΕ
αλλά και οι εργάτες που ακολουθούν την αναρχία όπως είχαν στην Ισπανία
τον Ντουρούτι και στην Ουκρανία τον Μάχνο. Το πρόβλημα στη Χαλυβουργία
είναι ότι αυτοί που ήξεραν κάτι παραπάνω άφησαν 110 μέρες να περάσουν μιλώντας μόνο για το μεροκάματα, το μνημόνιο, την τρόικα και τον Μάνεση.
Είναι προφανές εκ του αποτελέσματος ότι δεν έγινε καμία άλλη πνευματική
δουλειά σε κανένα άλλο επίπεδο. Και αυτό φάνηκε με το που έφτασαν οι
φασίστες. Αυτό όμως δεν είναι κάτι καινούργιο. Αυτό κάνει η αριστερά
όπου παρεμβαίνει. Και αυτό κάνουν και όλοι όσοι νομίζουν ότι η αριστερά
πρέπει να παρατήσει τους εργάτες στην ησυχία τους, να πάψει να τους
καπελώνει μέχρι να ξεδιπλώσουν την εκ της φύσεώς τους επαναστατικότητα
που διαθέτουν, αφού έτσι κι αλλιώς από τη θέση τους στην παραγωγή έχουν
χριστεί ως επαναστατικό υποκείμενο.
Όποιος αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος μας δεν είναι απλές αντανακλάσεις
της ταξικής διαφοροποίησης που αυτόματα περνούν στη συνείδηση των
ανθρώπων και ότι για να γίνει κανείς υποκείμενο μιας διαδικασίας
θα πρέπει πρώτα να το επεξεργαστεί στη συνείδησή του τότε ίσως μπορέσει
να εξηγήσει το σοκ που ήρθε από την προκλητική επίσκεψη των φασιστών
στη Χαλυβουργία. Αναμφίβολα όχι μόνο υπάρχουν κυρίαρχες και
κυριαρχούμενες τάξεις αλλά και η άντληση υπεραξίας από την εργατική τάξη
είναι ο κινητήριος μοχλός του καπιταλιστικού συστήματος. Η αντίθεση
κεφαλαίου εργασίας είναι προφανές ότι δεν είναι ένας υποκειμενισμός των
μαρξιστών, έχει μια σταθερή υλική βάση και παράγει συγκεκριμένα
αποτελέσματα: τον αυθόρμητο -οικονομικό- αγώνα της εργατικής τάξης να
πουλήσει την εργατική δύναμη τουλάχιστον στην αξία της (όσο δηλαδή
χρειάζεται για να αναπαραχθεί, για να είμαστε και μαρξιστικά εντάξει).
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι από κει ξεκινάει η ταξική πάλη που
ολοκληρώνεται με κάποια “σοσιαλιστική” ή έστω “ελευθεριακή” επανάσταση
για την αταξική κοινωνία, ούτε ότι η διαμάχη γύρω από την αξία πώλησης
της εργατικής δύναμης μετατρέπει την εργατική τάξη σε επαναστατικό
υποκείμενο δηλαδή σε τάξη για τον εαυτό της.
Τάξη καθεαυτή και τάξη για τον εαυτό της
Στην πραγματικότητα η εργατική τάξη καθεαυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Στην κυρίαρχη όμως αριστερή ορθοδοξία ακόμα και έτσι είναι ένας
κοιμισμένος γίγαντας. Θα πει κανείς ότι η εργατική τάξη συγκροτείται ως
υποκείμενο όταν συνειδητοποιήσει ότι αποτελεί μια οντότητα με
διαφορετικά συμφέροντα από τα αφεντικά. Και πολύ περισσότερο όταν μπει
σε κίνηση για να τα διεκδικήσει. Αυτό είναι σίγουρο ότι έγινε στη
Χαλυβουργία του Ασπροπύργου. Όμως μήπως και στη Χαλυβουργία του Βόλου
που δεν μπήκε ποτέ στον αγώνα δεν έχουν συνειδητοποιήσει οι εργάτες ότι
δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα με τον Μάνεση; Είναι προφανές ότι το έχουν
και με το παραπάνω εκτός κι αν είναι κρετίνοι. Ωστόσο θεώρησαν μάταιο
τον αγώνα των συναδέλφων τους στην Αθήνα για να μην πούμε ότι
εκμεταλλεύτηκαν αυτή την αντιπαράθεση για να εξασφαλίσουν έστω και
προσωρινά και σε βάρος τους το δικό τους μεροκάματο. Όλα αυτά δείχνουν
απλά ότι δεν υπάρχει κανένας αυτοματισμός που να πυροδοτεί ούτε καν
αυτόν τον οικονομικό αγώνα. Όποιος έχει ζήσει στην πραγματική κοινωνία
και όχι στις φαντασιώσεις του “κοιμώμενου γίγαντα” που δεν τον αφήνει ο
ρεφορμισμός και οι τσοπάνηδες να επαναστατήσει, δεν περίμεναν φυσικά τη
Χαλυβουργία του Βόλου για να καταλάβουν πως δουλεύουν τα λεγόμενα ταξικά
ένστικτα. Το βλέπουν καθημερινά στο μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής
τάξης που βρίσκεται απομονωμένη, διασπασμένη και ατομικοποιημένη, όχι
φυσικά γιατί δουλεύει σε μικρές επιχειρήσεις αντί στο Πουτίλοφ
(εργοστάσιο άντρο των μπολσεβίκων στην Πετρούπολη του 1917) ή στη Ρενω
το 1968, αλλά γιατί δεν υπάρχουν τέτοιοι αυτοματισμοί.
Το πρόβλημα με την χωμένη στον οικονομισμό αριστερά είναι ότι νομίζει ότι ο “κοιμώμενος
γίγαντας” θα ξυπνήσει μόλις συνειδητοποιήσει την ξεχωριστή του ύπαρξη.
Και πως θα γίνει αυτό; Ξεκλειδώνοντας την “κυρίαρχη αντίθεση”. Τον αγώνα
δηλαδή για το μεροκάματο. Μόλις ο εργάτης βγει στην απεργία έχει γίνει η
μισή δουλειά. Η επόμενη μισή είναι να ενωθεί με τους άλλους εργάτες που
θα νοιώσουν την ίδια ανάγκη και τότε ενωμένη η εργατική τάξη θα
αντιληφθεί την δύναμή της και θα γίνει η επανάσταση. Και οι
επαναστατικές μαρξιστικές οργανώσεις ή κόμματα τι ρόλο έχουν; Καταρχήν
να βοηθήσουν με δουλειά μυρμηγκιού στη συνειδητοποίηση της “ξεχωριστής
ύπαρξης”, στη συνέχεια να βοηθήσουν στην οργάνωση των απεργιών και στο
τέλος να παλέψουν αυτές οι απεργίες να συντονιστούν σε μια μεγάλη γενική
απεργία που θα μετατραπεί σε επανάσταση. Επίσης οι μαρξιστές επειδή
κατέχουν την σοσιαλιστική “επιστήμη’ θα δώσουν και τα φώτα τους στο πως
οργανωθεί η νέα κοινωνία.
Στην πραγματικότητα όλο το σχήμα είναι λάθος γιατί δεν υπάρχει κανένας “κοιμώμενος
γίγαντας” που έχει επιφορτιστεί χωρίς μάλιστα να το ξέρει και με κάποιο
“ιστορικό καθήκον”. Όλη η αγωνία της αριστεράς και η εμμονή της στην
προπαγάνδα, δηλαδή να βοηθήσει την εργατική τάξη να ανακαλύψει την
εσώτερη φύση της, μοιάζει με ένα ψυχαναλυτή που προσπαθεί να φέρει στην
επιφάνεια ότι έχει θαφτεί στο υποσυνείδητο του ασθενή του στα πρώτα
νηπιακά χρόνια και του βγάζουν ένα σωρό κουσούρια στην ενήλικη ζωή του. Ή
με ένα γενετιστή που ψάχνει στο DNA την απάντηση σε κάθε τι που δήθεν
πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. Όλο αυτό το σχήμα που πλασάρεται σαν
μαρξιστική επιστήμη δεν είναι τίποτα περισσότερο από μοιρολατρία, και
ευθύνεται κυρίως για το διαζύγιο της αριστεράς -όλου του τόξου- με τον
επαναστατικό βολονταρισμό. Μια αριστερά που ξεχνάει ότι ο κόσμος δεν
είναι ένας δεδομένος συσχετισμός δυνάμεων αλλά δυναμικός συσχετισμός που
διαμορφώνεται διαρκώς από την ανθρώπινη δράση, για να θυμηθούμε και
κάτι από τις θέσεις για τον Φοϋγερμπαχ (1).
Οι εργάτες ξέρουν πολύ καλά ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα με τα αφεντικά τους και δεν περιμένουν κανένα να τους το εξηγήσει.
Ξέρουν επίσης ότι η αξία της εργατικής τους δύναμης, δηλαδή ο μισθός
τους είναι σε αντίθεση με τα κέρδη του αφεντικού. Τσάμπα ο κόπος να τους
το εξηγεί αυτό κανείς. Το πρόβλημα με τον εργάτη δεν είναι ότι δεν έχει
αυτή τη “συνείδηση. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρει ότι μπορεί να
υπάρχει κι άλλος κόσμος. Ότι η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δεν
είναι μια φυσιολογική κατάσταση. Ότι μπορεί να υπάρχει ζωή και χωρίς
αφεντικά, επιχειρηματίες, εφοπλιστές, βιομηχάνους, εμπόρους και
τραπεζίτες. Ότι μπορεί να υπάρχει κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση. Αυτό δεν το μαθαίνεις που να απεργείς μέχρι το 3000 μ.Χ.Ο
κομμουνισμός δεν είναι μια φυσική ροπή της ανθρώπινης ιστορίας. Δεν
είναι προδιαγεγραμμένος όπως κόντεψαν να μας πείσουν οι γερμανοί
επίγονοι του Μαρξ και του Ενγκελς. Αυτοί απλώς είπαν ότι υπάρχουν οι
υλικές προϋποθέσεις. Και κάθε θεωρία οφείλει να έχει μια επιστημονική
βάση. Αλλιώς θα ήταν ένας υποκειμενισμός. Η μελέτη της μεχρι τότε
γνωστής ανθρώπινης ιστορίας, από την πρωτόγονη κοινωνία στον
καπιταλισμό, και η μαρξιστική οπτικής της ως ιστορία διαφορετικών
κοινωνιών που καθορίζονται από ένα ορισμένο τρόπο παραγωγής έδωσε μια
επιστημονική αίγλη στο σοσιαλισμό, τέτοια που θα μπορούσε όχι μόνο να
βάλει σε τάξη το παρελθόν, αλλά να προβλέψει και επομένως να σιγουρέψει
την τύχη του στο μέλλον. Πολλοί από τους επίγονους του Μαρξ αντί για
επαναστάτες κατάντησαν χαρτορίχτρες της κοινωνικής εξέλιξης. Αφήνοντας
ταυτόχρονα το σοσιαλισμό στη τύχη των “αδυσώπητων νόμων της ιστορικής
εξέλιξης”. Και εκεί την πατήσανε αφού πρώτα μας διαβεβαίωσαν ότι μετά τη
φεουδαρχία είναι ο καπιταλισμός στο τέλος του καπιταλισμού ο
ιμπεριαλισμός και μετά τον ιμπεριαλισμό ο σοσιαλισμός. Μέχρι που
ξαναβρεθήκαμε από το “σοσιαλισμό” στον καπιταλισμό και η αυστηρά
καθορισμένη ιστορική εξέλιξη έσκασε στα μούτρα μας μαζί και οι
“σιδερένιοι νόμοι” της.
Είναι φανερό ότι σ’ αυτή την αφήγηση ο “κοιμώμενος
γίγαντας” δεν χρειαζόταν να ξυπνήσει ποτέ. Απλώς θα πρέπει να περιμένει
την “αναπόφευκτη” έλευση της ιστορίας. Η εργατική τάξη αυτή καθεαυτή
δεν χρειαζόταν να γίνει ποτέ για τον εαυτό της. Κάθε επαναστατική δράση
άλλωστε θα ήταν τυχοδιωκτισμός, όσο οι “αντικειμενικές συνθήκες δεν
είναι ώριμες”. Το καλύτερο που έχει να κάνει ο γίγαντας είναι να
αναμένει και φυσικά να συνειδητοποιεί την ξεχωριστή ύπαρξή του, να
εξυμνείται για αυτό, άντε και να κάνει και καμία απεργία για να
βελτιώνεται το επίπεδο διαβίωσης της “σύγχρονης λαϊκής οικογένειας”.
Ο “σίγουρος δρόμος” για το σοσιαλισμό: Προπαγάνδα, κοινοβουλευτισμός, οικονομισμός
Αφού λοιπόν η επανάσταση ξεχάστηκε στις καλένδες της “αναπόφευκτης”
έλευσής της, όλο το βάρος έπεσε στη βελτίωση της καθημερινότητας του
“κοινωνικού υποκειμένου”. Εδώ ολοκληρώνεται το παζλ. Οι εργάτες
ασχολούνται με το μεροκάματο, το κόμμα με τη διερεύνηση των
αντικειμενικών συνθηκών και τις μετεωρολογικές προγνώσεις του ιστορικού
καιρού. Ο ταξικός αγώνας από αγώνας για την ανατροπή του καπιταλισμού
και τη σοσιαλιστική επανάσταση, υποβαθμίστηκε στον αγώνα για τη
διαπραγμάτευση της αξίας της εργατικής δύναμης στην αγορά εργασίας και
το κόμμα του κοινωνικού υποκειμένου θα φρόντιζε για τη θεσμοθέτηση των
εργατικών διεκδικήσεων στο εργατικό δίκαιο. Το στόχος αυτό θα τον
έφερναν σε πέρας οι δεκάδες βουλευτές που μέσω του κοινοβουλίου θα
πετύχαιναν ακόμα καλύτερους νόμους για την εργατική τάξη. Ο
κοινοβουλευτισμός γίνεται το αναγκαίο συμπλήρωμα του οικονομισμού. Οι
κομμουνιστικές επαναστατικές εταιρίες του Μπαμπέφ, του Μπουαναρότι, του
Μπαλνκί και του Μαρξ μετατρέπονται σε κοινοβουλευτικοί μηχανισμοί που
εκπροσωπούν στα κοινοβουλευτικά έδρανα την εργατική τάξη. Όσο για τον
ιστορικό ρόλο της τελευταίας, κανείς δεν τολμά πλέον να τον
αμφισβητήσει.
Η κληρονομιά αυτή έχει ποτίσει το είναι της αριστεράς (2). Αυτό εξηγεί και την εμμονή της σε δύο βασικά καθήκοντα: προπαγάνδα με σκοπό να συνειδητοποιήσει ο εργάτης το ρόλο του χωρίς αυτό να σημαίνει και κάτι επί του πρακτέου, και φυσικά όξυνση του ταξικού αγώνα. Λέγοντας ταξικό αγώνα εννοεί φυσικά τον οικονομικό αγώνα, γιατί αυτός είναι επί του παρόντος επίκαιρος:
Αυξήσεις, ή έστω όχι μειώσεις μισθών, απολύσεις, ωράριο, ασφαλιστικό,
συνταξιοδοτικό κ.ο.κ. Όλα όσα δηλαδή συγκροτούν το πλαίσιο αναπαραγωγής
της εργατικής δύναμης εντός του καπιταλισμού. Τα μισά τα διεκδικούμε από
τα αφεντικά τα υπόλοιπα από το κράτος, το οποίο ως γνωστόν αναλαμβάνει
ένα μέρος του κόστους αναπαραγωγής της εργασίας. Και είναι κακό να τα
διεκδικεί αυτά κανείς; Όχι βέβαια. Εννοείται ότι η εργατική τάξη πρέπει
να ζει καλύτερα, ακόμα και μέσα στον καπιταλισμό. Από μόνο του αυτό έχει
μια αυταξία και κανένα άλλο δήθεν σκοπό.
Εξηγούμαστε:
Μερικοί νομίζουν ότι με το να βελτιώνει η εργατική τάξη το επίπεδο
διαβίωσης κάνει ένα βήμα πιο κοντά στο σοσιαλισμό. Ακούγαμε πολλούς
-αυτής της λογικής- μέχρι και το 2007, όταν που και που κάτι κέρδιζε
καμιά απεργία ότι με τις νίκες η εργατική τάξη αποκτά αυτοπεποίθηση και
συνειδητοποιεί τη δύναμη της. Προφανώς τη δύναμη να γίνει μέχρι και
κυρίαρχη τάξη και ότι αυτό θα ωθήσει και άλλους να βγουν στον αγώνα
κ.ο.κ. Από “νίκη” σε “νίκη” λοιπόν μέχρι το σοσιαλισμό. “Αγώνας αγώνας αγώνας διαρκείας…”, “και σήμερα και αύριο και όσο χρειαστεί…”.
Αυτό ήταν το κινηματικό σενάριο του ίδιου ακριβώς σχεδίου. Στον
καταμερισμό εργασίας του ίδιου σχεδίου, η “ρεφορμιστική” αριστερά
ανέλαβε κυρίως τα έδρανα του κοινοβουλίου και το υψηλόβαθμο
συνδικαλιστικό απαράτ ενώ η “κινηματική, από τα κάτω, ριζοσπαστική, νέα,
εξωκοινοβουλευτική” ή όπως αλλιώς κάθε φορά λέγεται αριστερά ανέλαβε να
τρέξει τους ταξικούς αγώνες από τα κάτω, πλειοδοτώντας βεβαίως σε μέρες
απεργίας, σε καταλήψεις και διαδηλώσεις”. Η εργατική τάξη στην Ευρώπη,
στην Αμερική και σε όλο το δυτικό κόσμο βελτίωσε μεταπολεμικά το επίπεδό
της, αλλά δεν έκανε κανένα βήμα προς το σοσιαλισμό Και παρά τις
“παρακαταθήκες” από τόσους και τόσους αγώνες τελικά φάνηκε ότι η
συνείδηση του υποκειμένου επηρεαζόταν περισσότερο από άλλους παράγοντας
(αστική ιδεολογία) παρά από την εμπειρία που αποχτούσε μέσα από την
καθημερινή του πάλη.
Μάλιστα για κάποιους άλλους επίσης “μαρξιστές”
αυτό θεωρήθηκε και ως αιτία που η εργατική τάξη απομακρύνθηκε από τα
“ιστορικά” της καθήκοντα. Αυτοί έχοντας απηυδήσει από την
“μικροαστικοποίηση” της βορειοδυτικής εργατικής τάξης θεωρούσαν ότι αν
δεν γίνει η Δύση Αφρική δεν υπάρχει περίπτωση να ριζοσπαστικοποιηθεί το
προλεταριάτο. Περίμεναν λοιπόν την επόμενη μεγάλη κρίση που θα φέρει την
εργατική τάξη στα όρια της εξαθλίωσης και θα την εξωθήσει στην
επανάσταση. Οικονομισμός από την ανάποδη.
Πλήρης σύγχυση δηλαδή. Τελικά τι από τα δύο συμβαίνει; Τίποτα, και τα δύο σχήματα ήταν λάθος.
Και οι μεν και οι δε πιστοί στην κεντρικότητα της αντίθεσης κεφαλαίου
εργασίας και στη θεοποίηση της εργατικής τάξης αυτής καθεαυτής που
κοιμάται και κάπως πρέπει να ξυπνήσει (μέχρι
ενός σημείου φυσικά), έτρωγαν διαρκώς τα μούτρα τους, αδυνατώντας να
έχουν μια επαναστατική πολιτική για κάθε φάση του καπιταλιστικού κύκλου.
Η μια αντίληψη της διαρκούς βελτίωσης μέσω νικών στον οικονομικό
“ταξικό” αγώνα είναι μια θεωρία αυξημένων προσδοκιών που καταλήγει στην επανάσταση μέσω της κλιμάκωσης της προσδοκίας. Η άλλη φέρνει την επανάσταση εξαιτίας της έλλειψης προσδοκιών και
της αδυναμίας αναπαραγωγής της ίδιας της εργατικής τάξης. Ενώ οι
θεωρητικοί αυτής της άποψης σωστά βλέπουν ότι η βελτίωση των συνθηκών
διαβίωσης μπορεί να ενσωματώνει την εργατική τάξη στον καπιταλισμό παρά
να πυροδοτεί τη σοσιαλιστική προσδοκία, έχαναν από τον ορίζοντα τους ότι
η θεωρία της έλλειψης προσδοκιών μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη
στη λουμπενοποίησή της, στη μετανάστευση, στην ανεργία και στον αγώνα
της ατομικής επιβίωσης και όχι του συλλογικού αγώνα για την επανάσταση.
Αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα στην ψυχολογία του άνεργου ή του νέου που
μένει αποκλεισμένος από την παραγωγή. Το λεγόμενο πρεκαριάτο αντί να
αποκαθιστά στη θέση του επαναστατικό υποκειμένου το χαμένου από τις
αρχές του 20ου αιώνα προλεταριάτο, το βλέπουμε να λειτουργεί περισσότερο
με διαθέσεις καταστροφής παρά διάθεσης να ρίξει τον καπιταλισμό και να
χτίσει μια νέα κοινωνία. Ζούμε από το 1990 και το ΛΑ 20 γεμάτα χρόνια
μητροπολιτικής βίας χωρίς να έχουμε δει από αυτά τα νέα “επαναστατικά
υποκείμενα” να διασώζεται η χαμένη τιμή του προλεταριάτου που έχει πλέον
“αστικοποιηθεί”. Μια ακόμα βερσιόν της ίδιας αντίληψης περί
επαναστατικών υποκειμένων που στον γενετικό τους κώδικα είναι
εγγεγραμμένη η επανάσταση με το αποκλειστικό δικαίωμα να την
πραγματοποιήσουν ως τα γνήσια τέκνα της. Γιατί ως γνωστόν όποιος
τολμήσει να τα υποκαταστήσει διαπράττει έγκλημα καθοσιώσεως κατά των
αδυσώπητων νόμων της ιστορικής εξέλιξης ή έστω κατά των γνήσιων και
αδιαμεσολάβητων τέκνων της επανάστασης και του τρόπου επίσης που αυτή
οφείλει να πραγματοποιηθεί στο μέλλον. Ποιον τρόπο δηλαδή; Μα εννοείται
των εργατικών συμβουλίων ή αυτά των πρεκάριων ή των μητροπολιτικών ή
όποιων άλλων συμβουλίων θέλετε. Ή, για να γίνουμε και πιο της μοδός, των
λαϊκών συνελεύσεων των πλατειών, που μάλλον είναι και αυτές μια
παραλλαγή του μοναδικού νόμιμου τρόπου που μπορεί να γίνει μια
επανάσταση.
Η επανάσταση έξω από τις νόρμες
Εμείς δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει ένας τρόπος να γίνει η επανάσταση. Ούτε φυσικά και κάποιο υποκείμενο που δήθεν την έχει πάρει εργολαβία από τον 19οαιώνα
μέχρι σήμερα. Μετά την Κομμούνα και τη ρώσικη έγιναν πολλές
επαναστάσεις που έβαλαν σε δοκιμασία όλα αυτά τα δεδομένα. Όπως και πριν
τη ρώσικη υπήρχε η βεβαιότητα ότι στην “τσαρική” Ρωσία απαγορεύεται να
γίνει σοσιαλιστική επανάσταση και γι’ αυτό είχαν νομολογήσει σύσσωμοι οι
επίγονοι των Μαρξ Ενγκελς. Μα πως είναι δυνατόν να πηδήξουμε πάνω από
τα ιστορικά όρια; Αφού στη Ρωσία δεν έχει ολοκληρωθεί ο καπιταλισμός πως
θα γίνει σοσιαλιστική επανάσταση; Τελικά έγινε και οι ινστρούκτουρες
για να μην πέσει έξω η θεωρία τους έβγαλαν παράνομους τους μπολσεβίκους
και μαζί μ’ αυτούς όλοι οι παρατρεχάμενοι τους που έψαχναν με το
μικροσκόπιο τα συμβούλια και αν πήραν αυτά ως όφειλαν την απόφαση να
παρθεί η εξουσία ή τελικά το αποφάσισαν μόνοι τους οι μπολσεβίκοι. Αυτή η
λεπτομέρεια ήταν αποφασιστική για όλους αυτούς για να ρίξουν με τη
σειρά τους στην πυρά τους μπολσεβίκους αρκεί να περισώσουν τις
δογματίλες τους. Μετά έγιναν κι άλλες επαναστάσεις που δεν είχαν ούτε
ίχνος συμβουλίων, σε χώρες χωρίς καν εργατική τάξη ή ακόμα κι αν υπήρχε,
η επανάσταση είχε άλλο υποκείμενο (Κίνα, Βιετνάμ, Κούβα, Γιουγκοσλαβία
κ.ο.κ.) Ξανά πρόβλημα. Τι είναι όλα αυτά. Που είναι η εργατική τάξη; Που
είναι τα συμβούλια, που είναι το εργατικό επαναστατικό κόμμα; Και το
νέο πόρισμα βγήκε. Δεν είναι νόμιμες επαναστάσεις αυτές. Είναι μπάσταρδα
της ιστορίας. Δεν έγραψε πουθενά ο Μαρξ για το αντάρτικο. Ούτε ότι
μπορεί να γίνει κάπου επανάσταση εκτός από την Γερμανία, τη Γαλλία και
την Αγγλία. Άρα τζίφος η υπόθεση. Στην Ελλάδα όταν έγινε ο Δεκέμβρης του
44, η πλειοψηφία των τροτσκιστών αντί να δει ότι έχει ξεκινήσει ο
εμφύλιος προσπαθούσε να πείσει ότι αυτό εδώ είναι ενδοαστική σύγκρουση
και έψαχναν με τη σειρά τους τη γνήσια ταξική πάλη στα εργοστάσια που
δεν υπήρχαν λόγω του πολέμου. Η πραγματικότητα αντί να εμπλουτίζει την
επαναστατική θεωρία μετέτρεψε τον κομμουνισμό και το μαρξισμό σε μια
μοιρολατρική θεωρία που αντί για δράση στη δοσμένη κατάσταση που έλεγε ο
Λένιν έγινε τροχοπέδη για το πιο σημαντικό όπλο που είχαν στα χέρια
τους οι κομμουνιστές και όσοι ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, την
επαναστατική δράση.
Η αριστερά όλων των ειδών φορτώνοντας την ευθύνη της κοινωνικής επανάστασης στην εργατική τάξη, ξέχασε τα δικά της καθήκοντα.
Και για να είμαστε πιο ακριβείς δεν μιλάμε για την αριστερά που έχει
πάρει απόφαση ότι ο καπιταλισμός είναι τελικά το τέλος της αδυσώπητης
ιστορικής εξέλιξης. Αυτή η αριστερά και όσοι νοιώθουν κάποια οικειότητα
μαζί της δεν μας απασχολεί καθόλου. Μιλάμε για την αριστερά που
υποτίθεται την απασχολεί η σοσιαλιστική κοινωνία και αντιλαμβάνεται ότι
αυτό δεν θα έρθει με την ιστορική εξάντληση του καπιταλισμού αλλά με την
ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Δεν μπαίνουμε τώρα σε άλλες
λεπτομέρειες.
Ενάντια σε κάθε καταπίεση
Η εργατική τάξη είναι το κυρίως θύμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης
και η υπεραξία είναι το οξυγόνο του καπιταλιστικού συστήματος.
Από κει και πέρα η καταπίεση έχει μια ευρύτερη σημασία. Δεν είναι μόνο
οικονομική, επεκτείνεται σε σφαίρες που ένας χυδαίος οικονομιστής ούτε
μπορεί να φανταστεί εγκλωβισμένος μέσα στα σχήματα του χάνε τον κόσμο
γύρω του. Ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο οι καπιταλιστές και οι εργάτες.
Ακόμα και οι εργάτες έχουν πολλές ιδιότητες εκτός από την εργατική τους.
Πολλές τις φορτώνονται χωρίς να το θέλουν, άλλες τις επιλέγουν. Πχ
ένας εργάτης κομμουνιστής και μετανάστης σε μια ξένη χώρα είναι τριπλά
καταπιεσμένος. Αν είναι γυναίκα ίσως περισσότερο. Αν είναι και
ομοφυλόφιλος ακόμα πιο πολύ. Αν είναι εβραίος στη Γερμανία το 30 δεν τον
σώζει τίποτα. Μπορεί επίσης να μην είναι εργάτης και να είναι όλα τα
άλλα. Είναι σίγουρο ότι η μοίρα του έχει παίξει ένα άσχημο παιχνίδι.
Μπορεί όμως να είναι λευκός εργάτης στην Αμερική, να υποστηρίζει τους
Ρεμπουπλικάνους και να είναι και καλός χριστιανός και επίσης να θεωρεί
ότι οι μαύροι εργάτες δεν πρέπει να έχουν πολιτικά δικαιώματα ούτε να
μπαίνουν στο ίδιο λεωφορείο. Ή να είναι γερμανός εργάτης και οπαδός του
ναζιστικού κόμματος το 1934 ή του Μουσολίνι το 1927. Είναι προφανές ότι η
πραγματικότητα είναι πολύ πιο πλούσια από τις απλουστεύσεις κάποιων
δήθεν μαρξιστών και κάποιων που έχουν ανακαλύψει πρόσφατα τον
αδιαμεσολάβητο ταξικό αγώνα, ως μια ακόμα παραλλαγή του πιο χυδαίου
εργατισμού.
Οι κομμουνιστές είναι ενάντια στην εκμετάλλευση κάθε είδους χωρίς ιεραρχήσεις.
Όταν βλέπουν ένα φασίστα εργάτη ας πούμε να κλωτσάει ένα “μικροαστό”
μαύρο που πουλάει τσάντες στην Ερμού, παίρνουν ξεκάθαρη θέση υπέρ του
μαύρου ακόμα κι αν αυτό για τους οπαδούς της “κύριας αντίθεσης”
κεφαλαίου εργασίας αποτελεί ύβρη. Ο οπαδός αυτής της κύριας αντίθεσης
μπροστά σε αυτό το γεγονός θα μπλέξει τα μπούτια του. Θα σκεφτεί ότι ένα
μέλος του κοιμισμένου γίγαντα ακόμα να συνειδητοποιήσει τα ιστορικά του
καθήκοντα, οπότε θα πρέπει να του τα εξηγήσω. Για τον μαύρο μικροαστό
θα σκεφτεί ότι είναι καταπιεσμένο αλλά έρχεται σε δεύτερη μόρα αφού
είναι σύμμαχο στρώμα. Προηγείται ο γνήσιος “κοινωνικά” ακόμα κι αν δεν
το ξέρει επαναστάτης, που πρέπει να του εξηγήσω ότι ο μαύρος είναι
σύμμαχος του και όχι εχθρός του. Αντί να βλέπει μπροστά του ένα
συμμορίτη φασίστα βλέπει έναν παρασυρμένο εργάτη. Ευτυχώς αν συμβεί κάτι
τέτοιο κανείς δεν πρόκειται να ψάξει εκείνη την ώρα αν ο φασίστας είναι
και εργάτης και αυθόρμητα θα πάρει τη σωστή θέση. Αυτό που θα κρίνει θα
είναι η πολιτική στάση και όχι η ταξική του θέση. Όπως αυτό δεν ισχύει
μόνο στις μεμονωμένες ατομικές πράξεις αλλά και στις συλλογικές. Αν
ευρύτερα στρώματα εργατών είναι ρατσιστές ή σεξιστές, ή παιδιά της
εκκλησίας αυτό είναι που έχουν καταλάβει και ως τέτοιοι πρέπει να
αντιμετωπιστούν. Η κουβέντα μ’ αυτούς δεν είναι ότι έχασαν τον ταξικό
τους προσανατολισμό. Αυτό δεν δημιουργεί κάποια ενοχή σε κανένα. Άνετα
κανείς μπορεί να σέρνει την εργατική του ιδιότητα, να είναι ολυμπιακός
και να ασχολείται με τον Μαρινάκη, να δέρνει τη γυναίκα του στο σπίτι,
να την πέφτει σε μετανάστες, στη δουλειά του να είναι ρουφιάνος του
αφεντικού, να είναι έξω από τη Βουλή και να φωνάζει κλέφτες, κλέφτες και
όταν γίνουν εκλογές να ψηφίσει χρυσή αυγή. Η υπενθύμιση της ταξικής του
καταγωγής δεν θα τον προβληματίσει καθόλου. Η θέση που παίρνει κανείς
για τι συμβαίνει γύρω του δεν είναι απόρροια της ταξική του θέσης. Ούτε
φυσικά προϊόν της κατανόησης αυτής της κοινωνικής θέσης. Σημασία έχει αν
αποδέχεται την καταπίεση ή την εκμετάλλευση σαν μια φυσική κατάσταση.
Αν τον εξεγείρει η αδικία. Η συμβολή του Μαρξ στην ανάλυση του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στην ανάδειξη της εκμετάλλευσης της
εργατικής δύναμης και της άντλησης της υπεραξίας δεν αναιρούν τα
πολιτικά κεκτημένα του διαφωτισμού ή της γαλλικής επανάστασης. Η
ισότητα, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, ο αγώνας για την ελευθερία μέσα από
το μαρξισμό αποκτούν ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Έρχονται να πατήσουν
ακόμα πιο γερά στη γη. Δεν χάνουν όμως την αξία τους. Στο Μαρξ αυτά
είναι δεδομένα. Ο αγώνας της εργατικής τάξης χωρίς αυτά δεν έχει κανένα
νόημα. Και αν ο Μαρξ δεν είχε αυτές τις ιδέες ποτέ δεν θα έφτανε στο
βάθος της ανάλυσης για το Κεφάλαιο.
Οι κομμουνιστές δεν παλεύουν απλά για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων.
Για αυτά μπορούν να παλέψουν και μόνοι τους. Συνδικάτα και σκληρές
απεργίες μπορούν να γίνουν χωρίς επαναστάτες μαρξιστές. Το ίδιο και κάθε
άνθρωπος ή ομάδα που υφίσταται μια μεγαλύτερη ή μικρότερη καταπίεση.
Αυτό που χαρακτηρίζει τους κομμουνιστές είναι η πάλη ενάντια σε όλα τα είδη καταπίεσης. Και πάνω από όλα ενάντια στον οργανωμένο μηχανισμό που την ασκεί και την αναπαράγει:
Το κράτος και τους μηχανισμούς του, ιδεολογικούς και κατασταλτικούς.
Μέχρι να τσακιστεί και μαζί με αυτό και η καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Κοινωνικοποιώντας τα μέσα παραγωγής, με την εξουσία στα χέρια του
επαναστατικού προλεταριάτου, μέχρι το μαρασμό του κράτους στο δρόμο για
την αταξική κοινωνία.
Ακριβώς γι’ αυτό ο αγώνας είναι κυρίως πολιτικός και κατ’ επέκταση κοινωνικός. Γιατί η επανάσταση ξεκινάει από την κατάληψη της εξουσίας
προκειμένου να απελευθερωθεί απρόσκοπτα το σχέδιο της αναδιοργάνωσης
της κοινωνίας σε σοσιαλιστική βάση. Γιατί χωρίς τη συντριβή του αστικού
κράτους κάθε κοινωνικός πειραματισμός έξω από την καπιταλιστική
κυριαρχία είναι καταδικασμένη να αποτύχει και να εκφυλισθεί, και αυτό
επιβεβαιώνει ακόμα και η πρόσφατη εμπειρία των “απελευθερωμένων πάρκων”
που από χώροι εναλλακτικού πειραματισμού έχουν μετατραπεί σε χώρους
ανταγωνισμού με τη μαφία.
Ο αγώνας είναι να συγκροτηθούν οι καταπιεσμένοι και όλοι όσοι είναι
ενάντια στην καταπίεσης επί ίσους όρους στο στρατό της επανάστασης. Εκεί
διαλύονται οι ταξικές διαφοροποιήσεις. Ο δικηγόρος, ο γιατρός, ο
φοιτητής, ο ηθοποιός, ο λογιστής, ο μικροαστός και ο εργάτης στο κόμμα
της επανάστασης είναι το ίδιο πράγμα, αρκεί να μην είναι φερέφωνα του
επαγγέλματος και κάθε άλλης ιδιότητας που κουβαλάνε μαζί τους. Πάνω απ’
όλα είναι επαναστάτες και αυτό επισκιάζει όλες τις ιδιότητες που έχουν.
Αυτό που τους ενώνει δεν είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων της
εργατικής τάξης αλλά ο αγώνας γα να ρίξουν την αστική τάξη από την
εξουσία και να ανοίξει ο δρόμο στο σοσιαλισμό. Όσοι μπαίνουν σ’ αυτόν
τον αγώνα γίνεται εν δυνάμει υποκείμενο της επανάστασης. Καθένας μπαίνει
στον αγώνα αυτό με δική του απόφαση και όχι γιατί έχει προδιαγραφεί.
Γι’ αυτό και οι επαναστάσεις που έχουν γίνει με την προσδοκία να
υπερβούν τον καπιταλισμό δεν έγιναν γενικώς από την εργατική τάξη που
ξύπνησε από τη νάρκη της αλλά από χιλιάδες επαναστατημένους ανθρώπους
χωρίς κανείς να μπορεί με ακρίβεια να μετρήσει αν οι εργάτες ήταν κάθε
φορά πλειοψηφία του “επαναστατικού υποκειμένου”. Βεβαίως τα θύματα της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης έχουν έναν ακόμα λόγο να επαναστατήσουν,
αλλά αυτό δεν αφαιρεί το δικαίωμα από τον καθένα που ζει σε αυτόν τον
κόσμο και αηδιασμένος από την εκμετάλλευση και την καταπίεση ανεξάρτητα
αν ο ίδιος είναι άμεσα πληττόμενος, τάσσεται ισότιμα στο στρατόπεδο της
κοινωνικής επανάστασης. Και σε αυτό δύο φορές τιμή του που δεν το κάνει
για τον εαυτό του αλλά για τους άλλους.
Βλέποντας με αυτή την οπτική τον κόσμο κάθε αγωνιστής και αγωνίστρια
για τον κομμουνισμό μπορεί να αναλάβει και τις ευθύνες που του αναλογούν.
Σε μια αριστερά που δεν ψάχνει αντικειμενικά άλλοθι, που δεν ψάχνει
άλλους για να κάνουν τη δουλειά της, που ανακαλύπτει ξανά το
επαναστατικό γιακωβίνικο πνεύμα του μπολσεβικισμού. Που προτείνει και
παλεύει το δικό της κοινωνικό σχέδιο όχι σαν αποτέλεσμα των αδυσώπητων
νόμων της ιστορικής εξέλιξης αλλά με δική της ευθύνη, όπως έκαναν όλοι
οι επαναστάτες που έφτασαν στο στόχο τους, ανεξάρτητα αν το αποτέλεσμα
δεν μας ικανοποιεί. Εξάλλου και η πιο γνήσια για ορισμένους επανάσταση
που έχει όλη σχεδόν τη συνταγή όπως η ρώσικη στο τέλος εκφυλίστηκε. Τι
σημαίνει αυτό ότι δεν έπρεπε να γίνει; Ας μάθουν οι επόμενοι τι έφταιξε,
τι δεν πήγε καλά, γιατί πήρε τη ρεβάνς ο αντίπαλος κι ας κάνει αυτός
την επόμενη φορά καλύτερα. Έτσι προχωράει η ιστορία και έτσι μόνο θα
δικαιωθεί ο αγώνας των μεγάλων επαναστατών του 19ουκαι του 20ου αιώνα.
Κρυφτούλι και αποποίηση ευθυνών πίσω από τα κάθε είδους “κοινωνικά υποκείμενα”
Όσο για τους εργάτες της Χαλυβουργίας, ας μην αναρωτιέται κανείς. Αυτή είναι η εργατική τάξη, ακόμα και όταν βρίσκεται στην πιο σκληρή αντιπαράθεση με τα αφεντικά της. Γεμάτη προκαταλήψεις, αυταπάτες, άγνοια, και
πολλές φορές εγκλωβισμένη στο μικρόκοσμό της έτοιμη να εκμεταλλευτεί
κάθε ευκαιρία που νομίζει ότι θα την βοηθήσει να φέρει ένα αποτέλεσμα. Οι απεργοί της Χαλυβουργίας μετά από 4 μήνες απεργίες ίσως να έχουν κουραστεί, και να μη βλέπουν καλά, ίσως
να βλέπουν ότι και η αριστερά δεν τους δίνει μια λύση και σε αυτό ας
αναρωτηθεί η ίδια η αριστερά και όλοι οι συμπαραστάτες τι άλλο πρότειναν
σε αυτούς τους ανθρώπους πέρα από το να απεργήσουν μέχρι θανάτου. Από κει και πέρα όμως κανείς δεν μπορεί να έχει δικαιολογίες. Όσοι διαλέγουν να σωθούν από τους μαφιόζους μαχαιροβγάλτες ναζιστές είναι άξιοι της μοίρας του. Όπως
και για τους κομμουνιστές και τους επαναστάτες το κράτος και οι
παρακρατικές συμμορίες είναι αδυσώπητες και δεν κοιτάνε καταγωγή έτσι
πρέπει να είναι κανείς και με τους φασίστες και αναλόγως με όσους
ελπίζουν κάτι απ’ αυτούς. Και πάνω απ’ όλα να μην εκπλήσσεται για αυτές τις συμπεριφορές.
Όσο για το ΚΚΕ δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να υποτάσσεται στη μέση κοινή γνώμη, μια
γνώμη που αφορά στον ίδιο βαθμό και την εργατική τάξη η οποία επίσης
δεν έχει καμία ανοσία εκ του φυσικού της από τις κάθε είδους ιδεοληψίες
που ταΐζει η αστική τάξη ολόκληρη την κοινωνία. Το ΚΚΕ γλύφοντας τις αυταπάτες της πλειοψηφίας δεν κάνει τίποτα περισσότερο από ότι κάνει οποιοσδήποτε που χρήζει με “αντικειμενικά κριτήρια” κάποιον ως επαναστατικό υποκείμενο, για
να του φορτώσει στη συνέχεια τα δικά του καθήκοντα και αφού αυτά δεν θα
μπορούν να εκπληρωθούν θα το χρησιμοποιεί ως άλλοθι της δικής του
πολιτικής. Με τον ίδιο τρόπο που η αναρχία ή έστω ένα τμήμα της μπορεί να γίνεται φερέφωνο της μητροπολιτικής βίας εξυψώνοντας της σε δήθεν αντιπροσωπευτικό δείγμα αδιαμεσολάβητου και ακηδεμόνευτου αγώνα ενώ κάθε τι άλλο είναι στάνη με βοσκούς και πρόβατα, έτσι και η “ορθόδοξη” αριστερά κρύβεται πίσω από το δικό της υποκείμενο,την εργατική τάξη, ενώ μια κάπως πιο φόρουμ αριστερά κρύβεται πίσω από ένα άλλο υποκείμενο, τα κοινωνικά κινήματα.
Τα κοινωνικά υποκείμενα έχουν
μοιραστεί αναλόγως και οι νονοί τους στη συνέχεια παρακολουθούν και
απογοητεύονται από την αδυναμία των υποκειμένων τους να εκπληρώσουν την
ιστορική τους αποστολή ή έστω την από φυσικού τους αδιαμεσολάβητη
εξεγερτική δράση. Και κάθε φορά το πράγμα ξεφεύγει. Οι πρωτοπόροι χαλυβουργοί υποδέχονται τους κασιδιάρηδες, τα κινήματα γίνονται ΜΚΟ επιδοτούμενα από την ΕΕ, ενώ
οι αδιαμεσολάβητοι εξεγερμένοι ρίχνουν τις μολότοφ τους αδιαφορώντας
για τις συνέπειες ή αν με τις φωτιές τους στο τέλος αντι να
αποσυντονίζεται ο αντίπαλος αποσυντονίζονται μερικές χιλιάδες
εξεγερμένοι που χωρίς στόχο και σχέδιο εγκαταλείπουν άρον άρον τους
δρόμους για να παρακολουθήσουν τη συνέχεια στο γυαλί.
Ας τελειώνουμε με όλες αυτές τις κατασκευές και ας δούμε τα πράγματα όπως είναι.
Την εργατιά όπως είναι, τα πρωτοβάθμια και ηρωικά ταξικά της σωματεία,
όπως είναι, τους φοιτητές και τα δικαιώματα τους στο πτυχίο όπως είναι,
τους πρεκάριους και τους λούμπεν όπως είναι, τους αγανακτισμένους όπως
είναι, τους οπαδούς των κομμάτων όπως είναι κι ας πάψουμε να δίνουμε
μαγικές ιδιότητες σε ανθρώπους και τάξεις που ούτε οι ίδιες γνωρίζουν
ότι έχουν. Και πραγματικά τι νόημα έχει να τις έχουν όταν δεν το ξέρουν
οι ίδιες αλλά κάποιοι άλλοι. Και ας πάψουμε επιτέλους να περιμένουμε
πότε οι 200.000 εξεγερμένοι της 12/2 πρέπει να γίνουν 1 ή 2 ή 3
εκατομμύρια για να γίνει κάτι. Υπάρχουν ήδη δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι
εργάτες, νέοι, άνεργοι, μικροαστοί, διανοούμενοι, που αναγνωρίζουν στον
εαυτό τους μια πιο σημαντική ιδιότητα. Αυτή του κομμουνιστή και του
επαναστάτη ή οποιουδήποτε εν πάση περιπτώσει θέλει να στείλει στο
νεκροταφείο αυτό το παρακμιακό σύστημα. Αυτό είναι το δυναμικό μιας επανάστασης,
που αν δεν την κάνει σήμερα, κάποιοι άλλοι αλλά με αυτά τα
χαρακτηριστικά θα την κάνουν αύριο. Αλλά για να γίνει αυτό είτε χθες
είτε σήμερα είτε αύριο έπρεπε αυτοί οι άνθρωποι να αποκτήσουν συνείδηση
του ρόλου τους. Ότι είναι αυτοί που θα κάνουν τη δουλειά, αυτοί είναι
διαθέσιμοι, οι άλλοι δεν είναι. Όσοι πιστεύουν ότι είναι έτσι δεν έχουν
παρά να οργανωθούν σε αντίστοιχες συλλογικότητες. Για μας η
συλλογικότητα αυτή είναι το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου. Ένα
κόμμα που δεν θα καθοδηγήσει την επανάσταση που θα κάνουν κάποιοι σήμερα
κοιμισμένοι και αύριο ξύπνιοι, αλλά την επανάσταση που θα κάνει το
συνειδητό εκείνο τμήμα της κοινωνίας που θέλει να βάλει τέλος στην
καπιταλιστική εκμετάλλευση και το κόμμα δεν είναι τίποτα λιγότερα από
την εμπροσθοφυλακή της. Γι’ αυτό και οι επαναστάσεις που έχουν γίνει
μέχρι τώρα, ανεξάρτητα από τις συμπάθειες του καθενός, έχουν χρωματιστεί
από αυτούς που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, απ’ αυτούς που χωρίς αυτούς
δεν θα γινόταν τίποτα. Από τους Γιακωβίνους στη γαλλική επανάσταση, από
τους μπλανκιστές στην Κομμούνα, από τους μπολσεβίκους το 1917 στη Ρωσία,
από το Σπάρτακο λίγο αργότερα στη Γερμανία, από τη CNT κυρίως αλλά και
τις άλλες πολιτικές δυνάμεις της ισπανικής επανάστασης, από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
στην Ελλάδα το 44, από το αντάρτικο του Τίτο, του Μάο, του Κάστρο και
του Τσε, τους Βιετγκογκ στο Βιετνάμ, από τους Σαντινίστας το 79 στη
Νικαράγουα, από το Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων
του Καρβάλιο στην Πορτογαλία το 74, από το Βολιβαριανό κίνημα στη
Βενεζουέλα, τους Ζαπατίστας στο Μεξικό κλπ κλπ. Επαναστάσεις που
νικήσαν, που έχασαν, που έμειναν στη μέση, που νικήσαν και μετά
εκφυλίστηκαν. Που είχαν προβλήματα, που δεν μας άρεσε το αποτέλεσμα, που
θα μπορούσαν να είχαν γίνει κι αλλιώς, που θα μπορούσαν να μην είχαν
εξελιχθεί έτσι. Αυτές και πολλές άλλες που πάντα είχαν ένα πολιτικό
πρόσημο και αυτό είναι που δένει τις επαναστάσεις αναμεταξύ τους. Αυτή
είναι η βασική συνθήκη μιας επανάστασης, όσο κι αν αυτό χαλάει τη
συνταγή της αυθόρμητης επανάστασης ή τη συνταγή της επανάστασης που
γίνεται στο χρόνο που έχει αποφασίσει η ιστορική νομοτέλεια. Και από τα
δύο αυτά σχήματα που σε κόντρα με την πραγματικότητα επιμένουν σε μια
επανάσταση που δεν έχει γίνει ποτέ στην ιστορία λείπει η επαναστατική
θέληση. Και χωρίς αυτή μπορεί να επαγγέλλεται αλλά δεν θα γίνεται.
Κ.Μαραγκός
…………………………………………………………………………………
1. Η
υλιστική διδασκαλία, ότι οι άνθρωποι είναι γέννημα των συνθηκών και της
μόρφωσης και ότι, κατά συνέπεια, οι μεταβολές στις συνθήκες και στη
μόρφωση φέρνουν μεταβολές και στους ανθρώπους, – ξεχνάει, ότι οι
συνθήκες μεταβάλλονται από τους ίδιους τους ανθρώπους.
Ο ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΪΕΡΜΠΑΧ, (Γράφτηκε στις Βρυξέλλες την Άνοιξη του 1845)
2. Μέχρι
το 1990 ο στρατηγικός στόχος ήταν δεδομένος στο συλλογικό υποσυνείδητο
της αριστεράς. Για ένα τμήμα της ήταν ο “νέος κόσμος” ο σοσιαλιστικός.
Για ένα άλλο, ο κόσμος αυτός ήθελε μια επιπλέον επανάσταση ενάντια στις
γραφειοκρατικές παραμορφώσεις. Όπως και νάχει το σημείο αναφοράς ήταν
ακόμα στη θέση του. Με την πτώση του υπαρκτού όλα ήρθαν τούμπα. Οι
σιδερένιοι νόμοι μπήκαν σε αμφισβήτηση, το ίδιο και ο στόχος και μαζί
του τα κοινωνικά υποκείμενα και οι πρωτοπορίες τους. Η στρατηγική του
σοσιαλισμού βρέθηκε στο στόχαστρο όχι μόνο του Φουκουγιαμα αλλά και του
“κινήματος” που θεώρησε ότι όλο αυτό το παρελθόν το εμπόδιζε στην
καθημερινή του αντιπαράθεση με το νεοφιλελευθερισμό. Από τότε η
στρατηγική της επανάστασης απωθήθηκε στα πιο απόρθητα σημεία του
συλλογικού ασυνείδητου. Έκτοτε η αριστερά που απέμεινε προσαρμόστηκε στη
νέα αυτή συνθήκη. Ο οικονομισμός αυτονομήθηκε εντελώς από οποιοδήποτε
σχέδιο. Ο στόχος πλέον είναι η αντίσταση. Έτσι η “όξυνση της ταξικής
πάλης” έγινε το κυρίαρχο εργαλείο. Κατά βάθος μέσω αυτής θα
επιτυγχάνονταν η ολική επαναφορά του στόχου, χωρίς όμως να συζητάμε ποτέ
ανοιχτά γι’ αυτόν. Αν στο σχήμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας των
αρχών του 20ου υπήρχε ένα κενό ανάμεσα στους άμεσους στόχους με τη
στρατηγική, εδώ το χάσμα είναι στο άπειρο. Απλώς οι αγώνες θα βοήθαγαν
να θυμηθούμε ίσως κάποτε ότι χρειαζόμαστε και μια στρατηγική. Τα δύο
γνωστά και αγαπημένα σχήματα της αριστεράς αναπαράγονται για ακόμα μια
φορά, ακόμα και αν δεν υπάρχει στόχος. Εξάλλου τι σημασία έχει, αφού η
επαναστατικότητα παραμένει ζωντανή στη φύση του προλεταριάτου, ενώ η
ιστορική εξέλιξη αργά ή γρήγορα θα ξαναβρεί το δρόμο της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου