Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Η ιδεολογία του «λούζερ» και η Αριστερά





Το ερώτημα των ημερών δεν είναι βεβαίως αν και πότε θα πτωχεύσουμε και με ποιους όρους. Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι τέτοια ερωτήματα δεν είναι  για την αφεντιά μας. Θα μας πληροφορήσουν αρμοδίως, κατόπιν εορτής («Μην είστε ανυπόμονοι», που έλεγε κι ο Βενιζέλος σε μια συνέντευξη τύπου). Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς εξηγείται η ανοχή του κόσμου, πώς εξηγείται αυτή η παραζάλη που κάνει τους ανθρώπους να καταπίνουν καμήλες σχεδόν αδιαμαρτύρητα. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις, αρχίζω λοιπόν με μία και έπονται κι άλλες.

Ο λαϊκός τύπος του τίμιου βιοπαλαιστή έχει εδώ και καιρό παραδοθεί στη χλεύη. Ο ηττημένος της ζωής δεν μπορεί να είναι ήρωας, είναι απλώς κακομοίρης. Ο σημερινός άνθρωπος θεωρεί γελοίο τον ηρωισμό του φτωχού παλικαριού. Η εποχή μας δεν μπορεί να γεννήσει τους τύπους που υποδύονταν ο Βέγγος ή ο Τσάπλιν, που έλαμπαν δια της κοινωνικής τους συντριβής. Επιβιώνουν οι ταινίες χάρη στο χιούμορ, αλλά είναι αδύνατο να καταλάβουμε τις αντίστοιχες δραματικές ταινίες ή τα λαϊκά τραγούδια. Ο Ξανθόπουλος γίνεται ανέκδοτο όχι γιατί δεν μας αρέσει ως ηθοποιός, αλλά γιατί δεν επικοινωνούμε με τον κόσμο του. Το «εγώ με την αξία μου κι όχι με ξένες πλάτες» του Καζαντζίδη το αντικατέστησε ο ηρωισμός της πιστωτικής κάρτας. Ταυτοχρόνως εξαφανίζεται η περηφάνια για τα ροζιασμένα χέρια του εργάτη που ιδρώνει για το ψωμί του, και δεν θεωρείται πια ντιντής ο άντρας που τα μαλακά χεράκια του δεν άγγιξαν πηλοφόρι και μυστρί.

Κατ’ ακριβή αντιστοιχία, ο πλούσιος δεν ντρέπεται πια για την αδικία. Απατεώνες ψευδοεπιχειρηματίες συγκροτούν ένα σύμπαν ολόκληρο όπου η ατιμία δεν είναι ντροπή. Η δημόσια ζωή μας βρίθει από αστέρες της αρπαχτής: αρπαχτής πολιτικής, επιχειρηματικής, ταχαμουαθλητικής, ταχαμουπολιτιστικής κ.ο.κ. Παλαιά αμαρτήματα ξεχνιούνται, τρέχοντα αμαρτήματα ρυθμίζονται. Ποιος μπορεί με το χέρι στην καρδιά να πει όχι μόνο ότι θεωρεί απόπατο της ζωής το αστραφτερό λαμόγιο της κοσμικής Αθήνας, αλλά και να πει στο παιδί του ότι είναι προτιμότερο να σε αδικούν παρά να αδικείς, όπως έλεγε ο παππούς Πλάτων;

Η αλλαγή είναι κολοσσιαία: διαβάζουμε για τους εξεγερμένους της Κομμούνας και κατά βάθος το μόνο που μετράει, πριν τις αναλύσεις ή την πολιτική έκβαση, είναι ότι είχαν δίκιο. Ότι ήταν ηθικά δικαιωμένοι. Η πρώτη και μεγαλύτερη ήττα της Αριστεράς, λοιπόν, πριν τα ανεξήγητα μικρά ποσοστά στις εκλογές και δημοσκοπήσεις, είναι πως στις συνθήκες της μαζικής δημοκρατίας εξακολουθούν μεν να υπάρχουν φτωχοί, αλλά αυτοί οι φτωχοί δεν θεωρούνται πια αθώα θύματα του συστήματος. Θεωρούνται «λούζερς», πατημένες τσίχλες. Η ατιμία μπορεί να μην είναι ντροπή, αλλά η φτώχια είναι. Μέσα στο πέλαγος των υποτιθέμενων ίσων ευκαιριών αναζητούν κι αυτοί να τρυπώσουν κάπου. Μιμούνται το ντύσιμο των αστών και προτιμούν να φορούν καθαρό πουκάμισο στη δουλειά, ακόμη και αν αμείβονται πολύ λιγότερο από χειρώνακτες. Δεν είναι μόνο η απουσία συγκεκριμένης πρότασης, όπως συνήθως λέγεται, που δεν αφήνει την Αριστερά να παίξει έναν ρόλο στο πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την κρίση και τη ζωή τους μέσα σ’ αυτήν. Είναι που κατά βάθος οι συμπολίτες μας θέλουν μια καλύτερη θέση σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν θέλουν να πειραματίζονται με επαναστάσεις και άλλους κόσμους.


Όταν είχε πάει ο Θεοτοκάς στην Αμερική τη δεκαετία του ’50, αυτό που τον είχε εντυπωσιάσει ήταν ότι ο φτωχός εκεί «φέρει το στίγμα αυτού που δεν τα κατάφερε», του αποτυχημένου. Έτσι θωρακίζεται λέει αυτή η χώρα απέναντι στον Κομμουνισμό, με τις ευκαιρίες που προσφέρει στον καθένα να ξεφύγει από την τάξη του. Ο εργάτης, συνεχίζει, αισθάνεται μια αλληλεγγύη για το καθεστώς, αφού «είναι κι αυτός κατά κάποιον τρόπο μέτοχος της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και εισπράττει ένα είδος μέρισμα». Ο Θεοτοκάς οραματίζεται τον κλητήρα που γίνεται μετά πρέσβης, σε μια φαντασίωση πληρωμένη από την αμερικανική κυβέρνηση, που κάλυψε τα έξοδα του ταξιδιού του και φρόντισε να δημοσιευτεί το δοκίμιό του στις πιο απίθανες γλώσσες. Οι ιδιοτελείς ύμνοι του Θεοτοκά προς την Αμερική θα είχαν πολύ μικρή σημασία αν δεν επρόκειτο για έναν μύθο που διαπερνά τη σημερινή ιδεολογία. Η ισότητα ευκαιριών είναι το κατεξοχήν σύνθημα που εκφράζει τη νέα μικροαστική τάξη (Τσουκαλάς). Η σιωπή των θυμάτων εξηγείται από το γεγονός ότι τα θύματα έχουν τις ίδιες αντιλήψεις και τα ίδια ιδανικά στον τομέα των συμπεριφορών και των αξιών με τους θύτες (Αλαίν Τουραίν). Η αξία που διαπερνά όλα τα στρώματα είναι μία: η επιτυχία. Αν είσαι επιτυχημένος ποδοσφαιριστής, έμπορος ναρκωτικών, ζωγράφος, αστροφυσικός ή επίσκοπος, αν είσαι ποιητής ή αν σχεδιάζεις ακριβά ηλεκτρονικά γκατζετάκια, έχει μικρή σημασία. Όλα σε μια πλατινένια Αμέρικαν Εξπρές καταλήγουν (Πουλής). Έτσι, ο άνθρωπος που επωμίζεται ως ατομική ντροπή το μαύρο ριζικό του, μπορεί να πετύχει ή να μην πετύχει, να γίνει ή να μη γίνει τσιράκι του αφεντικού του, αλλά ένα πράγμα δεν μπορεί να διανοηθεί: να διεκδικήσει άλλη συλλογική μοίρα. Η «επίκαιρη ερώτηση» της περιόδου λοιπόν, τώρα που φαίνεται ότι διαλύονται οι ψευδαισθήσεις των ίσων ευκαιριών και ότι τη ζωή που φανταζόταν ο μικροαστός δεν θα τον αφήσουν να τη ζήσει, είναι αν θα τολμήσει να εξεγερθεί όχι απέναντι στις αναποδιές της ζωής που τον άφησαν στην άκρη, αλλά απέναντι σε ένα σύστημα που παράγει ανισότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου