Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Νίκος Χαραλαμπόπουλος, για το Κράτος Έκτακτης Ανάγκης (18ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Αθήνας)






Ιανουάριος 2014: το Γενικό Επιτελείο Στρατού απαιτεί τη μετάθεση φαντάρων στη Λάρισα, όπου βρίσκεται το Ευρωπαϊκό Στρατηγείο, εκπαιδευτικό και συντονιστικό κέντρο της επέμβασης 1.000 ευρωπαίων Μισθοφόρων στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Φαντάρος που διαμαρτυρήθηκε, μη θέλοντας να υπηρετήσει «στο νέο πόλεμο του ευρωστρατού» και «στην ιμπεριαλιστική επέμβαση …», πήρε μετάθεση σε άλλη μονάδα αλλά τιμωρήθηκε με 10 μέρες φυλάκιση επειδή «έκρινε απόφαση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας». Με 20 ημέρες τιμωρήθηκαν φαντάροι που βγήκαν παραπονούμενοι στην αναφορά για τη συμμετοχή τους στο Ευρωπαϊκό Στρατηγείο και την επέμβαση, ενώ απειλούνται με στρατοδικείο.

Τον ίδιο μήνα, 10 μετανάστες πνίγονται στα νερά του Αιγαίου στο Φαρμακονήσι υπό την εποπτεία (και τη συνδρομή;) του ελληνικού λιμενικού που ασκούσε τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα του ελληνικού κράτους, ως μέλος -όμως- της ευρωπαϊκής συνοριοφυλακής (Frontex), με την αποστολή του ελέγχου των ροών μεταναστών στην ΕΕ. Δεν είναι το μοναδικό συμβάν, είναι όμως το πιο χαρακτηριστικό των τελευταίων ετών στο Αιγαίο, πανομοιότυπο με τα περιστατικά της δράσης του Ιταλικού και Ισπανικού ναυτικού εδώ και χρόνια, στη Μεσόγειο.


2/3/14: Ο Ε. Βενιζέλος επισκέπτεται την Ουκρανία και υπόσχεται μεταφορά τεχνογνωσίας για την αντιμετώπιση της κρίσης και των ανυπότακτων πληθυσμών με τη συνδρομή της ΕΕ, του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας & Άμυνας. Ο ΥΠ.ΕΞ. ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους της Ε.Ε. μπορεί να είναι πλασιέ οικονομικών & πολιτικών ασφαλείας διεθνών οργανισμών; Με βάση την κυρίαρχη εθνικοαπελευθερωτική αφήγηση της αριστεράς, όχι. Μήπως όμως αυτή είναι η διπλή λειτουργία ενός τέτοιου αξιωματούχου στο πλαίσιο των εθνικών συμφερόντων του σύγχρονου έθνους-κράτους;

Στις 25/6/2014, η ΕΕ κατέληξε στο νομικό πλαίσιο για την ανάπτυξη αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη. Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εργάζεται εντατικά πάνω στη συγκρότηση μιας ενιαίας και μοναδικής Ευρωπαϊκής αστυνομίας όπως και του θεσμού μιας Ευρωπαϊκής εισαγγελίας. Ήδη, εδώ και καιρό, η χρήση της «Ευρωπαϊκής Στρατοχωροφυλακής» (EUROGENDFOR), είναι δυνατή βάσει του άρθρου 222 της συνθήκης της Λισσαβόνας (solidarity clause - ρήτρα αλληλεγγύης)[1]. Η ρήτρα αυτή είναι η εκδοχή στο εσωτερικό του άρθρου 5, της «ρήτρας αμοιβαίας άμυνας» για καταστάσεις οι οποίες «μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στους ανθρώπους, το περιβάλλον και την ιδιοκτησία», περιλαμβάνοντας ακόμα και καταλήψεις σε ενεργειακά και μεταφορικά κέντρα καθώς και γενικές απεργίες. Ο εκπρόσωπος του die Linke καταλήγει με έκπληξη και τρόμο: «Η “ρήτρα αλληλεγγύης” … ενισχύει την στρατιωτικοποίηση της εσωτερικής πολιτικής, εφόσον μετά από αίτηση θα είναι δυνατή η χρήση στρατού σε ένα άλλο κράτος-μέλος».

Δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε την έκπληξη του γερμανού βουλευτή για την «στρατιωτικοποίηση της εσωτερικής πολιτικής». Χωρίς να μπούμε σε μια διαδικασία ανάλυσης της γενεαλογίας αυτής της διαδικασίας θα θυμίσουμε μόνο ότι εντός του 2001 -χρονιάς του συμβάντος-11/9[2]- εκτυλίχθηκε μια σειρά γεγονότων που συμπύκνωσαν αλλά και προοιώνισαν ριζικές αλλαγές σε πολλαπλά επίπεδα. Σε αυτή τη χρονιά -πρελούδιο ενός ταραχώδους 21ουαιώνα - εμφανίστηκαν εκ νέου στο προσκήνιο οι έννοιες της μηδενικής ανοχής, της κατάστασης πολιορκίας και της στρατιωτικής (ένοπλης) καταστολής των βίαιων ταραχών στα γεγονότα της συνόδου του G-8 στη Γένοβα και της εξέγερσης στην Αργεντινή. Είναι η χρονιά κατά την οποία κηρύχτηκε ο «Πόλεμος Κατά της Τρομοκρατίας», ένας πόλεμος που μπορεί να μην «κηρύχτηκε επίσημα», αλλά κρατάει μέχρι σήμερα ως αιχμή του δόρατος του πολέμου που διεξάγει ο κόσμος του κεφαλαίου ενάντια στον κόσμο της εργασίας

Περίπου εκείνο τον καιρό, ο Σ. Ζίζεκ -λίγο πριν γίνει διάσημος ως «αριστερός φορέας της κυρίαρχης ιδεολογίας»[3]- έγραφε, με επιτυχία, πως «μπαίνουμε  σε μια νέα εποχή παρανοϊκού πολέμου που αντιμετωπίζει το επίπονο καθήκον της ταυτοποίησης του εχθρού και των όπλων του»[4]Πρόκειται, όντως, για έναν διαρκή πόλεμο που εναλλάσσει χαμηλές και υψηλές εντάσεις, θερμά επεισόδια και «ανθρωπιστικές εκστρατείες», εσωτερική καταστολή και επαπειλούμενες διεθνείς συρράξεις. Έναν πόλεμο απολύτως παρανοϊκό στα αποτελέσματα και τις στοχεύσεις του. Έναν πόλεμο, όμως, που διέπεται απόλυτα από τις ορθολογικές αρχές υπεράσπισης της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας και της ομαλότητας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής – ακόμη και ως σύγκρουση μοντέλων αστικής δημοκρατίας και (ειδικά) συγκεκριμένων συναρθρώσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η παραγωγή νομικού «πολιτισμού» των πολέμων της νέας εποχής έχει να επιδείξει πολλά κομβικά σημεία στην εξέλιξή της αλλά και στην προπαρασκευή της:

Ο υπερ-δεκαετής πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και το νομικό πλαίσιο του Patriot Act
Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας (12/2003)
Ειδικά στην Ελλάδα: το ν/σ ΕΠΟΠ, αντιτρομοκρατικοί νόμοι, νομικό και πολιτικο-στρατιωτικό κεκτημένο της χρήσης στρατού στην Ολυμπιάδα του 2004, το μνημόνιο καταστολής πλήθους.

Τα πρόσφατα γεγονότα, από τον Δεκέμβρη του 2008 στην Ελλάδα και τα κινήματα “Occupy” ως τις εξεγέρσεις και τους εμφυλίους της Αραβικής Άνοιξης και της Ουκρανίας, συνοδεύονται από ή/και ακολουθούν τις διεθνείς επεμβάσεις, την επανεμφάνιση στρατιωτικών μονάδων στους δρόμους των σύγχρονων πόλεων και τη σύγκλιση -σε μεθόδους, τακτικές, οπλισμό- στρατών και ειδικών αστυνομικών δυνάμεων[5]. Μπορούμε αμυδρά να διακρίνουμε σε αυτή τη διαδικασία τη διάχυτη -και διαρκώς συχνότερη- εμφάνιση εξεγέρσεων και ασύμμετρων συγκρούσεων, είτε στις μητροπόλεις είτε στην περιφέρεια του πλανήτη.

Η Καθημερινή μας προειδοποιεί, πανηγυρίζοντας: «Σε τελικό στάδιο υλοποίησης βρίσκεται σχέδιο της ΕΛ.ΑΣ. για την αγορά μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV ή drones. Τι σημαίνει, όμως αυτό; Την απάντηση τη δίνει μόνη της η ίδια εφημερίδα λίγες γραμμές πιο κάτω: «Πρόθεση των επιτελών της ΕΛ.ΑΣ. είναι να τα χρησιμοποιήσουν για τον έλεγχο των συνόρων, αλλά και σε αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις μέσα στον αστικό ιστό[…]πάνω από περιοχές αστυνομικού ενδιαφέροντος, μεταφέροντας (είτε πρόκειται π.χ. για την ελληνοτουρκική μεθόριο είτε... για τα Εξάρχεια)εικόνα, ήχο και άλλα δεδομένα στο κέντρο επιχειρήσεων της ΕΛ.ΑΣ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ιδέα για την αγορά τους γεννήθηκε την περίοδο των μεγάλων συγκεντρώσεων των «Αγανακτισμένων» στην πλατεία Συντάγματος»[6]. Μήπως, τα drones, η κατεξοχήν αποκρυστάλλωση της λογικής των «νέων πολέμων χειρουργικής ακρίβειας», δεν είναι αυτά που έχουν σκοτώσει περισσότερους από 3.000 στρατιώτες και πολίτες σε όλο τον κόσμο για λογαριασμό των πολέμων των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και του Ευρωστρατού;

Λίγο καιρό πριν, ήταν η ώρα του δημοκράτη Χατζηνικολάου να πανηγυρίσει[7] με τις εξαγγελίες του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης και ΠΡΟ.ΠΟ., Ν. Δένδια, για την «ανασυγκρότηση των σωμάτων ασφαλείας». Κατά το σχέδιο: η ΕΛ.ΑΣ. αναδιοργανώνεται σε ένα επιτελείο με 3 κλάδους: Τάξης, Ασφάλειας (στα πρότυπα του FBI) και Αλλοδαπών & Προστασίας Συνόρων. Δημιουργείται Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο Ελέγχου Συνόρων, Μετανάστευσης και Ασύλουαπό την ΕΛ.ΑΣ. και το Λιμενικό Σώμα. Ενισχύονται κατά 50% σε προσωπικό τα ΕΚΑΜ και η ΟΠΚΕ. Συγκροτείται αυτοτελής κεντρική Υπηρεσία Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος και Αντιμετώπισης Τρομοκρατίας, με αποστολή την πρόληψη και καταστολή εξαιρετικά σοβαρών ποινικών αδικημάτων και ιδίως του οργανωμένου εγκλήματος. Δημιουργείται, τέλος, Ειδικός Κλάδος Αλλοδαπών & Μετανάστευσης και προωθείται η συνεργασία με τους ΟΤΑ, με μνημόνια συνεργασίας, σε θέματα αστυνόμευσης και εξυπηρέτησης πολιτών. «Οι δομές που έχουν προβλεφθεί στο νέο οργανόγραμμα έχουν λάβει σοβαρά υπόψη την ανάγκη αυξημένης ανταπόκρισης στις τρομοκρατικές προκλήσεις»[8], υπογράμμιζε ο Δένδιας.

Τα drones της ΕΛ.ΑΣ., τελικά, συνιστούν ένα ακόμα βήμα στη διπλή συγκρότηση μιας ενιαίας σφαίρας κοινωνικού πολέμου και στρατιωτικοποιημένης κοινωνίας, όπου δημοτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, μισθοφόροι και ιδιώτεςsecurity, ειδικές μονάδες του στρατού και της αστυνομίας θα είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν μέσα κι έξω από τα σύνορα την ομαλότητα της καπιταλιστικής έννομης τάξης ενάντια στον εχθρό-λαό.

Πρόσφατα επανήλθε στο προσκήνιο η θεωρία περί σχέσης «μεταναστών-εγκληματιών-τρομοκρατών», που έχουν προβάλλει  συστηματικά ήδη από τον Δεκέμβρη 2008 τα κόμματα εξουσίας, ΜΜΕ, ΕΥΠ και μιλιταριστικά έντυπα.

Αυτή η σούπα εσωτερικής ασφάλειας-εθνικής κυριαρχίας συμπίπτει με την απόφαση ενσωμάτωσης της  Μονάδας Υποβρυχίων Αποστολών του Λιμενικού σε αντιτρομοκρατικές αποστολές. Είναι η επίλεκτη μονάδα ενός σώματος που έχει εκπαιδευτεί επί χρόνια σε πνιγμούς μεταναστών στο Αιγαίο, ως διαδικασία «ανθρωπιστικής διαχείρισης» του προβλήματος της μετανάστευσης. Σύμφωνα με τους εμπνευστές Αβραμόπουλο-Βαρβιτσιώτη: «δίνεται η νομική κάλυψη στη Μονάδα για επιχειρήσεις που συμμετέχει και ταυτόχρονα διασφαλίζεται η υπαγωγή της στο καινούργιο οργανόγραμμα του ΓΕΕΘΑ, που είχε δημιουργήσει τη «Δύναμη Δέλτα», το διακλαδικό Σώμα υπό την εποπτεία του Α/ΓΕΕΘΑ».

Στην δίωξη των δραπετών από τις φυλακές Τρικάλων, το καλοκαίρι του 2013, που οδήγησε στην εκτέλεσή τους, το Λιμενικό Σώμα συμμετείχε με ομάδα της Μονάδας Υποβρυχίων Αποστολών. Δέκα άνδρες της ΜΥΑ εντόπισαν τα ίχνη των δραπετών. Χρησιμοποιώντας θερμικές κάμερες, τους εντόπισαν και τους καταδίωξαν οδηγώντας τους στην ενέδρα των EKAM, που ανέλαβαν τα υπόλοιπα. Στην ίδια επιχείρηση συμμετείχε και μη επανδρωμένο σκάφος του Στρατού για τον εντοπισμό τους.

Την ίδια περίοδο που τέθηκαν εκτός νόμου οι κινητοποιήσεις ενάντια στη φιέστα της Ευρωπαϊκής Προεδρίας και αγωνιστές σύρθηκαν στα δικαστήρια γιατί υπεράσπισαν το δικαίωμα διαδήλωση, η κυβέρνηση ανακοινώνει ότι  ο στρατός μετατρέπεται και σε δεσμοφύλακας των φυλακών! Με δύο ελαφρά, τροχοφόρα, τεθωρακισμένα οχήματά του θα ενισχυθεί η ΕΛ.ΑΣ., προκειμένου να συμμετέχουν στο σχέδιο φυλάξεως της εξωτερικής περιμέτρου των νέων φυλακών υψίστης ασφαλείας του Δομοκού. Είναι τα ίδια τεθωρακισμένα που εκστράτευσαν και εκστρατεύουν στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Κόσσοβο και διάφορες άλλες «ειρηνευτικές αποστολές» του ελληνικού στρατού με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.

Η εμπλοκή του Στρατού σε αστυνομικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό, η στρατιωτικοποίηση της ΕΛ.ΑΣ., που θα δρα και ως εκτελεστικό απόσπασμα, και η ιδιωτικοποίηση-εμπορευματοποίηση του τομέα άμυνας-ασφάλειας συνιστούν την κοινή προοπτική ενός πανοπτικού κράτους. Καθώς εκτελεστική και νομοθετική εξουσία ενοποιούνται σε ένα μηχανισμό έκτακτων αποφάσεων, ταυτόχρονα συγχωνεύονται με τη δικαστική εξουσία και τους μηχανισμούς ασφαλείας. Αγνοούν τις -έστω κι ελάχιστα- ενοχλητικές αποφάσεις των δικαστηρίων (πχ ΕΡΤ), απαγάγουν ή απελαύνουν Τούρκους και Κούρδους πολιτικούς πρόσφυγες[9], παρακάμπτοντας με μαφιόζικες μεθόδους τα νομικά κωλύματα, μετατρέποντας τους κουκουλοφόρους της ΕΛ.ΑΣ. σε εκτελεστές-δικαστές Ντρεντ, ως νομιμοποιημένη (και όχι απαραίτητα νόμιμη - αυτό εξάλλου θα έπρεπε να το γνωρίζουν καλά οι αριστεροί) πρακτική διαχείρισης της κοινωνικής κατάστασης!

Αλήθεια, οι επιχειρήσεις της «αντιτρομοκρατικής» ενάντια σε κοινωνικούς χώρους και καταλήψεις, ξεκινώντας από τη Villa Αμαλίας και φτάνοντας στο Κ*ΒΟΞ, επί περίπου δύο χρόνια, δεν είναι -στην διαρκώς πιο καλά προβαρισμένη εκδοχή τους- η ακριβής αποτύπωση των πρακτικών του ισραηλινού στρατού στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα; Σημεία ελέγχου και check-points μέσα στον αστικό ιστό, στρατιωτικοποίηση των δρόμων ενώ διατηρείται με πλήρη πειθαρχία η ομαλότητα της εμπορευματικής ροής στην πόλη (ο καθένας μπορεί να «πάει στη δουλειά του», αρκεί να είναι «ήσυχος») και η ταυτόχρονη διεξαγωγή μιας στρατιωτικής επιχείρησης με όρους ανταρτοπολέμου απέναντι σε ένα κομμάτι του τοπικού πληθυσμού, που αντιμετωπίζεται ως ασύμμετρη απειλή.

Εδώ, ο Schmitt συναντάει τον Foucault στην πιο εφαρμοσμένη εκδοχή της κατάστασης εξαίρεσης ως μιας διαρκούς βιοπολιτικής. Η καταστολή, ως διαρκής στρατιωτική επιχείρηση, εκτός από τα άμεσα αποτελέσματά της, γίνεται εργαλείο παραγωγής συμπεριφορών και συναίνεσης του κοινωνικού σώματος - παράγει με την επαναληπτική επιτέλεσή της τον «φιλήσυχο» πολίτη που μαθαίνει να αντιμετωπίζει ως καθημερινότητα τον τυπικό έλεγχό του από τους εκπροσώπους του «νόμου και της τάξης» και τις στρατιωτικού τύπου εισβολές στους δημόσιους χώρους και στα σπίτια των γειτόνων του. Η μηδενική πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων μεταφράζεται φυσικά ως πολιτική της «μηδενικής ανοχής» σε ολόκληρες κοινωνικές κατηγορίες και πολιτικές ομάδες.

Για λογαριασμό όσων προσπέρασαν αβίαστα τις «δουλειές» της ΕΛ.ΑΣ. στα σύνορα, σε συνεργασία με το λιμενικό και τα ραντάρ του πολεμικού ναυτικού, το στρατό και την FRONTEΧ, ή τις «δουλειές» του ελληνικού στρατού στους δρόμους Θεσσαλονίκης και Αθήνας, κατά εργαζομένων και διαδηλωτών, εμείς θα αναρωτηθούμε: Τι ακριβώς σημαίνει η χρησιμοποίηση στρατιωτικών μέσων τόσο στα σύνορα όσο και στα αστικά κέντρα; Κι αν τελικά η φύλαξη των συνόρων ως αντιτρομοκρατική επιχείρηση είναι ένα κοινό πεδίο ασφάλειας μαζί με τις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις φύλαξης των πόλεων, τότε που βρίσκεται η άμυνα της χώρας;

Μην κουράζεστε. Την απάντηση τη δίνει η ΕΕ, το 2003, σε ένα εντυπωσιακό κείμενο για την Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας: «Με τις νέες απειλές που εμφανίζονται, η πρώτη γραμμή άμυνας θα είναι συχνά στο εξωτερικό[…]καμία από τις νέες απειλές δεν είναι καθαρά στρατιωτική, ούτε μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν με αμιγώς στρατιωτικά μέσα. Κάθε μία χρειάζεται ένα μίγμα μέσων[…]με ελέγχους των εξαγωγών και[… ]πολιτικές, οικονομικές και άλλες πιέσεις. Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας μπορεί να απαιτήσει ένα μίγμα ικανοτήτων συλλογής πληροφοριών και αστυνομικών, δικαστικών, στρατιωτικών και άλλων μέσων. Το ζητούμενο είναι να συνδυάσουμε τα διάφορα μέσα και ικανότητες: τα ευρωπαϊκά προγράμματα βοήθειας και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης, τις στρατιωτικές και μη στρατιωτικές δυνατότητες των κρατών μελών[…]Όλα αυτά μπορούν να έχουν επίπτωση στην ασφάλειά μας και στην ασφάλεια των τρίτων χωρών. Η ασφάλεια είναι η πρώτη προϋπόθεση της ανάπτυξης.»

Μεγάλο μέρος της αριστεράς συνηθίζει να αναλύει την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης ως μια προσωρινή -εν ίδει παθολογικού συμπτώματος- κατάσταση στον αντίποδα των ομαλών συνθηκών και σε διακριτότητα από αυτές. Ιδού, όμως, πώς ένα «απλό» κείμενο περιγραφής μιας κοινής πολιτικής της ΕΕ ενοποιεί την κυριαρχία του κράτους με την πολεμική-στρατιωτική του λειτουργία, υποτάσσει τα έθνη-κράτη στον γεω-πολιτικό καταμερισμό της ένωσης αλλά ταυτόχρονα ισχυροποιεί την κυριαρχία των δομών τους επί των κοινωνικών σχηματισμών, δημιουργεί το πλαίσιο ενότητας της ιμπεριαλιστικής λειτουργίας με την εσωτερική ασφάλεια και την ανάπτυξη.

Το κίνημα δεν πρέπει να αναρωτηθεί τι συμβαίνει όταν η κρατική δομή και η πολεμική της λειτουργία συγχωνεύονται σε μια ενιαία διαδικασία, όπου οι ομαλές συνθήκες κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής αναπαραγωγής ενσωματώνουν την ίδια την έκτακτη ανάγκη ως οργανικό στοιχείο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής - όπου η εξαίρεση τείνει να είναι ομαλό μέρος του κανόνα; Μήπως, αυτή δεν είναι η βασική υπόθεση δημιουργίας ενός κοινού περιεχομένου της πολιτικής πολέμου της Ε.Ε. και -ταυτόχρονα- η ουσία του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού;

Οι απειλές-κλειδιά, που ορίζει η ΕΕ για την ασφάλειά της, είναι «η τρομοκρατία, η διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής, οι περιφερειακές συγκρούσεις, τα αποτυχημένα κράτη και το οργανωμένο έγκλημα». Κάπως έτσι, και σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, η μετάφραση των απειλών αυτών στο δόγμα «Μετανάστευση-Τρομοκρατία-Εγκληματικότητα», ιδανικό συμπλήρωμα της «πολυπολιτισμικής ανεκτικότητας», διπλασιάζει διαρκώς τα σύνορα της ενωμένης Ευρώπης. Οι «εξωτερικές απειλές» κατά της ευρωπαϊκής δημοκρατίας τοποθετούν την «πρώτη γραμμή άμυνας συχνά στο εξωτερικό». Οι «εσωτερικές απειλές» φέρνουν τον πόλεμο εδώ, στους οπλισμένους μισθοφόρους που περιπολούν συχνά στους δρόμους των ευρωπαϊκών μητροπόλεων, στα εγκλήματα των συνοριοφυλάκων στη Λαμπεντούζα και το Φαρμακονήσι, στις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις και στη βιαιότητα της καταστολής των διαδηλώσεων[10].

Οι φιγούρες του μετανάστη, του μουτζαχεντίν, του αντάρτη των πόλεων, του απεργού, του διαδηλωτή και του ποινικού εγκληματία αναπαράγονται και ταυτίζονται από τον κυρίαρχο λόγο, εντός μιας διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης, στην απροσδιόριστη εικόνα του ανθρωπολογικού τύπου που απειλεί την ομαλότητα της εικονικής ευημερίας των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών, αντικαθιστώντας την έννοια του προλεταριάτου που ασφυκτιά κάτω από τη βαρβαρότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η κοινή πολιτική Ασφάλειας & άμυνας, θέτει μια βασική προϋπόθεση, η οποία δεν έχει ακόμα αμφισβητηθεί με ταξικούς όρους: Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις χρειάζονται για την εγκαθίδρυση παγκόσμια της ομαλής ροής του κεφαλαίου, αναγκαίας για την κοινωνική ευημερία του πρώτου κόσμου των καπιταλιστικών μητροπόλεων, και η πολιτική της μηδενικής ανοχής χρειάζεται για την ομαλότητα της κοινωνικής αναπαραγωγής αυτού του κόσμου έναντι ενός πλανητικού ωκεανού κοινωνικών υποκειμένων που αντιδρούν βίαια στις αναδιαρθρώσεις της παγκόσμιας αγοράς εργασίας, τη διάλυση κοινωνικών παροχών, την έκρηξη των περιφερειακών πολέμων.

Ο ευρωστρατός (θεωρούμε συμπύκνωση και οδηγός των δογμάτων άμυνας-ασφάλειας) είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα αλλά και αίτημα μιας «πατριωτικής ευρωπαϊκής ταυτότητας»[11] από τις κυρίαρχες τάξεις. Ο νέος μιλιταρισμός είναι ήδη μια νέου τύπου στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας (δίπλα στην καταστολή στους χώρους δουλειάς, την περιστολή των δικαιωμάτων, την καταπίεση των μειονοτήτων) που παράγει τη διπλή ταυτότητα του «ευρωπαίου πολίτη» δίπλα στην ταυτότητα της «εθνικής ανεξαρτησίας του κυρίαρχου λαού»:

Από τη μια, ο πολίτης-καταναλωτής, διατεθειμένος να στηρίξει κάθε ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα με θεαματικούς όρους, σιωπηλά συνένοχος των κρατικών εγκλημάτων σε μετανάστες και αποκλεισμένους, υπάκουο μέλος του βιοπολιτικού σώματος που υπερασπίζεται τον «τρόπο ζωής» των «κοινωνικώς ενταγμένων» και ανέχεται τον αισχρό «υπερεγωτικό πυρήνα» του φασισμού της νεωτερικής δημοκρατίας, αρκεί να μην έχει αυτόνομες πολιτικές βλέψεις. Από την άλλη, ο πολίτης-πολεμιστής, διαλεγμένος από την κάτω πλευρά του κοινωνικού τόξου, καλούμενος να υπηρετήσει τα υψηλά ιδανικά του ευρωπαϊκού ιδεώδους, αν θέλει να ενταχθεί σε αυτό, ανάμεσα στην πλειοψηφία των κοινωνικών ομάδων που -απλά και καθαρά- περισσεύουν. Αυτή ακριβώς η διαίρεση σχηματοποιεί και μια όψη του βαθέως κοινωνικού ρήγματος εντός της Ευρώπης-Φρούριο. Ταυτόχρονα, όμως σχηματοποιεί κι ένα σαφές όριο που πρέπει να υπερβεί η τρέχουσα μορφή του παγκόσμιου προλεταριάτου, αν θέλει να ανατρέψει τον πολιτισμό της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.

Οι «υποτελείς τάξεις» βγαίνουν ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας και επιβεβαιώνονται για άλλη μια φορά ως τόσο επικίνδυνες για την εξουσία όσο και ανολοκλήρωτες για την χειραφέτησή τους. Εμφανίζονται ως δύο ετερόκλητα ρεύματα, τα οποία -σε γενικές γραμμές- δεν έχουν συναντηθεί: 1) το ρεύμα της νεολαίας που δε θα ζήσει το καπιταλιστικό όνειρο της ένταξης στη μεσαία τάξη και 2) αυτό των ριζικά αποκλεισμένων από την κοινωνική αναπαραγωγή. Και τα δύο ρεύματα συναντούν κάθε φορά το όριο τους και ενσωματώνονται / καταστέλλονται / καταπνίγονται μέσα στην δική τους απουσία νοήματος της στιγμιαίας καταστροφής ή παρακώλυσης της εμπορευματικής κυκλοφορίας, στην κυριαρχία των μηχανισμών ασφάλειας-άμυνας, στην επιβεβαίωση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, του κράτους ως απόλυτου πολιτικού ορίζοντα της ταξικής πάλης, του εθνικού ως σχετικού ορίου των προταγμάτων χειραφέτησης. Πιστεύουμε ότι αυτό δεν είναι το αποκορύφωμα των διεργασιών των «από κάτω» αλλά η μεταβατική περίοδος-προοίμιο των γιγαντιαίων συγκρούσεων που θα ακολουθήσουν.

Ως τέτοιες πρέπει να αναγνωστούν, ως τέτοιες είναι ανάγκη να μας προβληματίσουν σε σχέση με τα καθήκοντα που υπαγορεύουν. Από αυτή τη σκοπιά (κι εδώ είναι το κρίσιμο) χρειάζεται να αναλύσουμε τα όρια των αναδυόμενων κοινωνικών υποκειμένων, τις διαδικασίες ενσωμάτωσης/ αποκλεισμού του κράτους και τις στρατηγικές της άμυνας και της ασφάλειας, για να συμβάλουμε στο δρόμο της κοινωνικής απελευθέρωσης στις ταξικές μάχες που έπονται.

“Bring the war home”[12]
Αυτοί ή εμείς;
Στα τελευταία γεγονότα, είναι αξιοσημείωτο αυτό που συμβαίνει στη Βοσνία, κυρίως για έναν κρίσιμο συμβολισμό: Ανεξαρτήτως του αν η τρέχουσα μορφή των εργατικών κινητοποιήσεων είναι ικανή να γενικεύσει την εξέγερση και να την οδηγήσει μέχρι τέλους, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή ακριβώς η μορφή (της εξέγερσης), ακολουθώντας τις πρώιμες μορφές του Δεκέμβρη 2008 στην Ελλάδα, πλήττει τα δόγματα της ασφάλειας εκεί όπου αυτά είχαν «νικήσει» περίπου για μια δεκαετία, γεννώντας τις συμφωνίες κυρίων μεταξύ των εθνικισμών και την ταυτόχρονη βαρβαρότητα του εμφύλιου διχασμού των «από κάτω». Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την εξέγερση απειλεί με επέμβαση του ευρωστρατού η ΕΕ[13].

Υπ’ αυτή την έννοια, ας αναρωτηθούμε: το φασιστικό πραξικόπημα στην Ουκρανία το έφερε η λαϊκή εξέγερση ή η διάλυση των λαϊκών συνελεύσεων και η παλινόρθωση της ομαλότητας ενάντια στην ίδια την εξέγερση; Χρειάζεται να επανεφεύρουμε την κοινωνική συγκρότηση ενός σύγχρονου προλεταριάτου, που θα σαρώσει τους εσωτερικούς του διαχωρισμούς ενάντια στην οικονομική-πολιτική-πολεμική μηχανή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος;

Δεν έχουμε κανένα λόγο και ούτε θέλουμε να κατατάξουμε τις εξεγέρσεις και τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις του καιρού μας σε προτιμητέες ή ανεπιθύμητες, σε καλές και κακές, σε μια μετρήσιμη κλίμακα αξιολόγησης της ταξικής πάλης. Χρειάζεται όμως να ερμηνεύσουμε τα όρια που κάθε φορά συναντούν και τις δυνατότητες υπέρβασής τους.

Με τα δόγματα άμυνας-ασφάλειας, με τον ορίζοντα του εθνικού και με τα μοντέλα κρατικής κυβερνησιμότητας δεν μπορεί το προλεταριάτο να επιλέξει κανέναν συμβιβασμό, καθώς αποτελούν -μόνο- πλευρές της όξυνσης ή της άμβλυνσης του κοινωνικού πολέμου που διεξάγει σήμερα το κεφάλαιο σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Από αυτή την άποψη θεωρούμε ότι δεν υπάρχει ένταση ανάμεσα στην έννοια του έθνους κράτους και την ολοκλήρωση ως πρόβλημα «εθνικής» ή «λαϊκής» κυριαρχίας. Αντίθετα, το κράτος βρίσκει την συγκρότηση και τη θωράκισή του, στις σημερινές συνθήκες, μόνο στα πλαίσια της διεθνούς ολοκλήρωσης του (εδώ: ΕΕ)

Γι’ αυτό και ο αγώνας πρέπει να είναι διεθνιστικός, αντικαπιταλιστικός, αντικρατικός και ενάντια στην Ευρωπαϊκή ένωση - αν θέλουμε να ζήσουμε το όραμα της ενιαίας επαναστατικής δράσης του ευρωπαϊκού (και όχι μόνο) προλεταριάτου στον ορίζοντα της ζωής μας.

Έχουν φέρει «τον πόλεμο πίσω», οικοδομώντας τον ως μια «αρχιτεκτονική ασφαλείας» της αστικής δημοκρατίας ενάντια στις επικίνδυνες τάξεις, όπου ο «κυρίαρχος αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης»[14], δηλαδή τη μορφή του πολέμου που θα διεξάγει η δημοκρατία. Εμείς, οι επικίνδυνες τάξεις, μπορούμε ή/και πρέπει να φέρουμε με τη σειρά μας «τον πόλεμο πίσω», καταρχήν ως καταστροφή της λειτουργίας αυτής της μηχανής του πολέμου με κάθε μέσο και ταυτόχρονα ως οικοδόμηση άλλων κοινωνικών σχέσεων και των μορφών τους ΣΗΜΕΡΑ απέναντι στις μορφές της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης;






A reflection on the destiny of democracy today here in Athens is in some way disturbing, because it obliges us to think the end of democracy in the very place where it was born. As a matter of fact, the hypothesis I would like to suggest is that the prevailing governamental paradigm in Europe today is not only non democratic, but that it cannot either be considered as political. I will try therefore to show that the European society today is no more a political society: it is something entirely new, for which we lack a proper terminology and we have therefore to invent a new strategy. 

Let me begin with a concept which seems, starting from September 2001, to have replaced any other political notion: security. As you know, the formula “for security reasons” functions today in any domain, from everyday life to international conflicts, as a password in order to impose measures that the people have no reason to accept. I will try to show that the real purpose of the security measures is not, as it is currently assumed, to prevent dangers, troubles or even catastrophes. I will be consequently obliged to make a short genealogy of the concept of “security”. 

One possible way to sketch such a genealogy would be to inscribe its origin and history in the paradigm of the state of exception. In this perspective, we could trace it back to the Roman principle Salus publica suprema lex, public safety is the highest law, and connect it with Roman dictatorship, with the canonistic principle necessity does not acknowledge any law, with the comites de salut publique during French revolution and finally with article 48 of the Weimar republic, which was the juridical ground for the nazi regime. Such a genealogy is certainly correct, but I do not think that it could really explain the functioning of the security apparatuses and measures which are familiar to us. While the state of exception was originally conceived as a provisional measure, which was meant to cope with an immediate danger in order to restore the normal situation, the security reasons constitute today a pemanent technology of government. When in 2003 I published a book in which I tried to show precisely how the state of exception was becoming in western democracies a normal system of  government, I could not imagine that my diagnosis would prove so accurate. The only clear precedent was the Nazi regime. When Hitler took the power in february 1933, he immediately proclaimed a decree suspending the articles of the Weimar constitution concerning personal liberties. The decree was never revoked, so that the entire Third Reich can be considered as a state of exception which lasted twelwe years. 

What is happening today is still different. A formal state of exception is not declared and we see instead that vague non juridical notions –like the security reasons- are used to instaure a stable state of creeping and fictitious emergency without any clearly identifiable danger. An example of such non juridical notions which are used as emergency producing factors is the concept of crisis. Besides the juridical meaning of judgement in a trial, two semantic traditions converge in the history of this term which, as it is evident for you, comes from the greek verb crino: a medical and a theological one. In the medical tradition, crisis means the moment in which the doctor has to judge, to decide if the patient will die or survive. The day or the days in which this decision is taken are called crisimoi, the decisive days. In theology, crisis is the Last Judgment pronounced by Christ in the end of times. As you can see, what is essential in both traditions is the connection with a certain moment in time. In the present usage of the term, it is precisely this connection which is abolished. The crisis, the judgement is split from its temporal index and coincides now with the cronological course of time, so that, not only in economics and politics, but in every aspect of social life, the crisis coincides with normality and becomes, in this way, just a tool of government. Consequently, the capability to decide once for all disappears and  the continuous decision-making process decides nothing. To state it in paradoxixal terms, we could say that, having to face a continuous state of exception, the governement tends to take the form of a perpetual coup d’état. By the way, this paradox would be an accurate description of what happens here in Greece as well as in Italy, where to govern means to make a continuos series of small coups d’état. The present government of Italy is not legitimate. 

This is why I think that, in order to understand the peculiar governamentality under which we live, the paradigm of the state of exception is not entirely adequate. I will therefore follow Michel Foucault’s suggestion and investigate the origin of the concept of security in the beginning of modern economy, by François Quesnais and the Physiocrates, whose influence on modern governamentality could not be overestimated. Starting with Westphalie treaty, the great absolutist european states begin to introduce in their political discourse the idea that the sovereign has to take care of his subjects security. But Quesnay is the first to establish security (sureté) as the central notion in the theory of government –and this in a very peculiar way.

One of the main problems governments had to cope with at the time was the problem of famines. Before Quesnay, the usual methodology was trying to prevent famines by the creation of public granaries and forbidding the exportation of cereals. Both this measures had negatives effects on the production. Quesnay’s idea was to reverse the process: instead of trying to prevent famines, he decided to let them happen and to be able to govern them once they occurred, liberalizing both internal and foreign exchanges. “To govern” retains here its etymological cybernetical meaning: a good kybernes, a good pilot can’t avoid tempests, but, if a rempest occures, he must be able to govern his boat, using the force of waves and winds for the navigation. This is the meaning of the famous motto “laisser faire, laissez passer”: it is not only the catchword of economic liberalism: it is a paradigm of government, which conceives of security (sureté, in Quesnay words) non as the prevention of troubles, but rather as the ability to govern and guide them in the good direction once they take place. 
We should not neglect the philosophical implications of this reversal. It means an epoch-making transformation in the very idea of government, which overturns the traditional hyerachical relation between causes and effects. Since governing the causes is difficult and expensive, it is more safe and useful to try to govern the effects. I would suggest that this theorem by Quesnay is the axiom of modern governamentality. Theancien regime aimed to rule the causes, modernity pretends to control the effects. And this axiom applies to every domain: from economy to ecology, from foreign and military politics to the internal measures of police. We must realize that European governments today gave up any attempt to rule the causes, they only want to govern the effects. And Quesnay’s theorem makes also understandable a fact which seems otherwise inexplicable: I mean the paradoxical convergence today of an absolutely liberal paradigm in economy with an unprecedented and equally absolute paradigm of state and police control. If government aims to the effects and not to the causes, it will be obliged to extend and multiply controls. Causes demand to be known, while effects can only be checked and controlled.

One important sphere in which the axiom is operative is that of biometrical security apparatuses, which is increasingly pervading every aspect of social life. When biometrical technologies first appeared in 18th century in France with Alphonse Bertillon and in England with Francis Galton, the inventor of finger prints, they were obviously not meant to prevent crimes, but only to recognize recidivist delinquents. Only once a second crime has occurred, you can use the biometrical data to identify the offender.
Biometrical technologies, which had been invented for recividist criminals, remained for longtime their exclusive privilege. In 1943, the Congress of the USA still refused the Citizen identification act, which was meant to introduce for every citizen an Identity Card with finger prints. But according to a sort of fatality or unwritten law of modernity, the technologies which have been invented for animals, for criminals, strangers or Jews, will finally be extended to all human beings. Therefore in the course of 20th century, biometric technologies have been applied to all citizens and Bertillon identifying photograph and Galton’s fingerprints are currently used in every country for ID cards.

But the extreme step has been taken only in our days and it is still in the process of full realization. The development of new digital technologies, with optical scanners which can easily record not only finger prints but also the retina or the eye iris structure, biometrical apparatuses tend to move beyond the police stations and immigration offices and spread to everyday life. In many countries, the access to student’s restaurants or even to schools is controlled by a biometric apparatus on which the student just puts his hand. The European industries in this field, which are quickly growing, recommend that citizens get used to this kind of controls from their early youth. The phenomenon is really disturbing, because the European Commissions for the development of security (like the ESPR, European security research program) include among their permanent members the representatives of the big industries in the field, which are just armaments producers like Thales, Finmeccanica, EADS et BAE System, that have converted to the security business.
It is easy to imagine the dangers represented by a power that could have at its disposal the unlimited biometric and genetic information of all its citizens. With such a power at hand, the extermination of the jews, which was undertaken on the basis of incomparably less efficient documentation, would have been total and incredibly swift. But I will not dwell on this important aspect of the security problem. The reflections I would like to share with you concern rather the transformation of political identity and of political relationships that are involved in security technologies. This transformation is so extreme, that we can legitimately ask not only if the society in which we live is still a democratic one, but also if this society can be still considered as political.
Christian Meier has shown how in fifth century a transformation of the political conceptuality took place in Athens, which was grounded on what he calls a “politisation” (politisierung) of citizenship. While till that moment the fact of belonging to the polis was defined by a number of conditions and social status of different kind –for instance belonging to nobility or to a certain cultual community,  to be peasant or merchant, member of a certain family etc- from now on citizenship became the main criterion of social identity.
“The result was a specifically greek conception of citizenship, in which the fact that men had to behave as citizens found an institutional form. The belonging to economical or religious communities was removed to a secondary rank. The citizens of a democracy considered themselves as members of the polis, only in so far as they devoted themselves to a political life. Polisand Politeia, city and citizenship constituted and defined one another. Citizenship became in that way a form of life, by means of which the polis constituted itself in a domain clearly distinct from the oikos, the house. Politics became therefore a free public space as such opposed to the private space, which was the reign of necessity”. According to Meier, this specifically Greek process of politisation was transmitted to western politics, where citizenship remained the decisive element.
The hypothesis I would like to propose to you  is that this fundamental political factor has entered an irrevocable process that we can only define as a process of increasing depolitisation. What was in the beginning a way of living , an essentially and irreducibly active condition, has now become a purely passive juridical status, in which action and inaction, the private and the public are progressively blurred and become indistinguishable. This process of depolitisation of citizenship is so evident, that I will not dwell on it.
I will rather try to show how the paradigm of security and the security apparatuses have played a decisive role in this process. The growing extension to citizens of technologies which were conceived for criminals has inevitably consequences on the political identity of the citizen. For the first time in the history of humanity, identity is no longer a function of the social personality and its recognition by others, but rather a funtion of biological data, which cannot bear any relation to it, like the arabesques of the fingerprints or the disposition of the genes in the double helix of  DNA. The most neutral and private thing becomes the decisive factor of social identity, which loose therefore its public character.
If my identity is now determined by biological facts, that in no way depends on my will and over which I have no control, then the construction of something like a political and ethical identity becomes problematic. What relationship can I establish with my fingerprints or my genetic code? The new identity is an identity without the person, as it were, in which the space of politics and ethics loses its sense and must be thought again from the ground up. While the greek citizen was defined through the opposition between the private and the public, the oikos , which is the place of reproductive life, and the polis, place of political action, the modern citizen seems rather to move in a zone of indifference beteween the private and the public, or , to quote Hobbes terms, the physical and the political body.

The materialization in space of this zone of indifference is the video surveillance of the streets and the squares of our cities. Here again an apparatus that had been conceived for the prisons  has been extended to public places. But it is evident that a video recorded place is no more an agora and becomes a hybrid of public and private, a zone of indifference between the prison and the forum. This transformation of the political space is certainly a complex phenomenon, that involves a multiplicity of causes, and among them the birth of biopower holds a special place. The primacy of the biological identity over the political identity is certainly linked to the politicization of bare life in modern states. But one should never forget that the leveling of social identity on body identity begun with the attempt to identify the recidivist criminals. We should not be astonished if today the normal relationship between the state and its citizens is defined by suspicion, police filing and control. The unspoken principle which rules our society can be stated like that: every citizen is a potential terrorist. But what is a State which is ruled by such a principle? Can we still define it as democratic State? Can we even consider it as being something political? In which kind of State do we live today?

You will probably know that Michel Foucault, in his book Surveiller et punir and in his courses at the Collège de France sketched a typological classification of modern States. He shows how the State of the Ancien regime, that he calls territorial or sovereign State and whose motto was faire mourir et laisser vivre, evolves progressively in a population State and in a disciplinary State, whose motto reverses now in faire vivre et laisser mourir, as it will take care of the citizens life in order to produce healthy, well ordered and manageable bodies.

The state in which we live now is no more a disciplinary State. Gilles Deleuze suggested to call it «Etat de contrôle» (control State) because what it wants, is not to order and to impose discipline, but rather to manage and to control. Deleuze’s definition is correct, because management and control do not necessarily coincide with order and discipline. No one has told it so clearly as the Italian police officer, who, after the turmoils of Genoa in July 2001, declared that the government did not want that the police maintains order, but that it manages disorder.

American politologists, who have tried to analyze the constitutional transformation involved in the Patriot Act and in the other laws which followed September 2001, prefer to speak of a Security State.  But what does security here mean? It is during the French revolution that the notion of security –sureté, as they used to say- is linked to the definition of police. The laws of March 16, 1791 and August 11, 1792 introduce thus in the French legislation the notion of «police de sureté» (security police), which was doomed to have a long history in modernity. If you read the debates which preceded the votation of these laws, you will see that police and security define one another, but no one among the speakers (Brissot, Heraut de Séchelle, Gensonné) is able to define police or security by themselves.

The debates focused on the situation of the police with respect to justice and judicial power. Gensonné maintains that they are «two separate and distinct powers»; yet, while the function of the judicial power is clear, it is impossible to define the role of the police. An analysis of the debate shows that the place and function of the police is undecidable and must remain undecidable, because, if it were really absorbed in the judicial power, police could no more exist. This is the discretionary power which still today defines the action of the police officer, who, in a concrete situation of danger for the public security, acts so to speak as a sovereign. But, even when he exerts this discretionary power, he does not really take a decision, nor prepares, as is usually stated, the judge’s decision. Every decision concerns the causes, while the police acts on effects, which are by definition undecidable.

The name of this undecidable element is no more today, like it was in XVII century, «raison d’Etat», State reason: it is rather «security reasons». The Security State is a police State: but, again, in the juridical theory, the police is a kind of black hole. All we can say is that when the so called «Science of the police» first appears in XVIII century, the «police» is brought back to its etymology from the Greek «politeia» and opposed as such to «politics». But it is surprising to see that Police coincides now with the true political function, while the term politics is reserved to the foreign policy. Thus Von Justi, in his treatise on Policey Wissenschaft, calls Politik the relationship of a State with other States, while he calls Polizei the relationship of a State with itself. It is worthwhile to reflect upon this definition: (I quote): «Police is the relationship of a State with itself».
The hypothesis I would like to suggest here is that, placing itself under the sign of security, modern State has left the domain of politics to enter a no man’s land, whose geography and whose borders are still unknown. The Security State, whose name seems to refer to an absence of cares (securus from sine cura) should, on the contrary, make us worry about the dangers it involves for democracy, because in it political life has become impossible, while democracy means precisely the possibility of a political life.
But I would like to conclude –or better to simply stop my lecture (in philosophy like in art, no conclusion is possible, you can only abandon your work) with something which, as far as I can see now, is perhaps the most urgent political problem. If the State we have in front of us is the Security State I described, we have to think anew the traditional strategies of political conflicts. What shall we do, what strategy shall we follow?

The Security paradigm implies that each dissention, each more or less violent attempt to overhrow its order, become an opportunity to govern them in a profitable direction. This is evident in the dialectics which binds tightly together terrorism and State in an endless vicious spiral. Starting with French revolution, the political tradition of modernity has conceived of radical changes in the form of revolutionary process that acts as the pouvoir constituant, «constituent power» of a new institutional order. I think that we have to abandon this paradigm and try to think something as apuissance destituante, a «purely destituent power», that can’t be captured in the spiral of security.

It is a destituent power of this sort that Benjamin has in mind in his essay On the critique of violence when he tries to define a pure violence which could «break the false dialectics of lawmaking violence and law-preserving violence», an example of which is Sorel’s proletarian general strike. «On the breaking of this cycle» he writes in the end of the essay «maintained by mythic forms of law, on the destitution of law with all the forces on which it depends, finally therefore on the abolition of State power, a new historical epoch is founded». While a constituent power destroys law only to recreate it in a new form, destituent power, in so far as it deposes once for all the law, can open a really new historical epoch.
To think such a purely destituent power is not an easy task. Benjamin wrote once that nothing is so anarchical as the bourgeois order. In the same sense, Pasolini in his last movie has one of the four Salò masters saying to their slaves: «true anarchy is the anarchy of power». It is precisely because power constitutes itself through the inclusion and the capture of anarchy and anomy, that it is so difficult to have an immediate access to these dimensions, it is so hard to think today something as a true anarchy or a true anomy. I think that a praxis which would succeed in exposing clearly the anarchy and the anomy captured in the Security government technologies could act as a purely destituent power. A really new political dimension becomes possible only when we grasp and depose the anarchy and the anomy of power. But this is not only a theoretical task: it means first of all the rediscovery of a form-of-life, the access to a new figure of that political life whose memory the Security State tries at any price to cancel.



Δίπλα στις γιγαντιαίες αναταράξεις και τις ασταθείς γεωπολιτικές συμμαχίες, με επίδικο τον έλεγχο και την πρόσβαση σε δρόμους-πηγές ενέργειας και πρώτων υλών, σε σφαίρες επιρροής καθώς και στην υψηλή τεχνολογία, αναδύεται ένας πλανητικός ωκεανός κοινωνικών υποκειμένων που αντιδρούν βίαια στις αναδιαρθρώσεις της παγκόσμιας αγοράς εργασίας, τις περικοπές ή την απουσία κοινωνικών παροχών, την έκρηξη των περιφερειακών πολέμων. Από αυτή την άποψη, αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία το παρακάτω απόσπασμα:

«[…] εκατοντάδες εκατομμύρια νέων κατοίκων των πόλεων[…]είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη κοινωνική τάξη στον πλανήτη. [...]Δεν διαθέτει σημαντική δύναμη για να διαρρήξει ή να αποκτήσει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής[...] Κατέχει όμως μη μετρημένες ακόμη δυνάμεις ανατροπής και διάρρηξης των ζωτικών παγκόσμιων ροών ανθρώπων και πληροφορίας. Οι νέοι φτωχοί των πόλεων, δεν θα πέσουν ήσυχα[…] Αυτό που γίνεται  ξεκάθαρο είναι ότι αν και οι σημερινές μεγα-φτωχογειτονιές συνιστούν ιδιαίτερο πρόβλημα για την αυτοκρατορική τάξη και τον κοινωνικό έλεγχο, ελάχιστα έχει ασχοληθεί μαζί του η συμβατική γεωπολιτική. Αν  στόχος του πολέμου κατά της τρομοκρατίας είναι να καταδιώξει τον εχθρό στον κοινωνιολογικό και πολιτιστικό του λαβύρινθο, τότε οι φτωχές περιφέρειες των πόλεων θα είναι το διαρκές πεδίο μάχης του 21ου αιώνα.»[15]

Αν δεχθούμε ότι αργά η γρήγορα όλο και περισσότεροι άνθρωποι στις μητροπόλεις, θα σωρεύονται κάτω από τα όρια της φτώχειας (μη-αξιοποιούμενο για την παραγωγή και άρα μη-χρήσιμο για την κοινωνική αναπαραγωγή ανθρώπινο δυναμικό), δηλαδή όλο και μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας -κυρίως νέοι- θα περιθωριοποιείται, τότε σύντομες, επαναλαμβανόμενες, ιδιαίτερα βίαιες κοινωνικές εκρήξεις προερχόμενες από αυτά τα στρώματα θα γίνουν κανόνας στο μέλλον.

Τα βασικά ερωτήματα είναι τρία:

·           Το πρώτο έχει να κάνει με την πραγμάτευση, από τον Carl Schmitt, της ιδέας ότι το κράτος δεν μπορεί να έχει το μονοπώλιο του πολιτικού[16], από τη στιγμή που συγκροτούνται δημοκρατικά οργανωμένες κοινωνίες, καθώς πολλαπλά κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα διεκδικούν θέση στη δημόσια σφαίρα. Στο βαθμό, όμως, που μπορούν να επιβεβαιωθούν τα παραπάνω, η παρούσα ιστορική κατάσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί οριακά ως ένας «παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος χαμηλής έντασης» (βάσει της συλλογιστικής του GAgamben, όπως θα δούμε παρακάτω). Σε μια τέτοια περίπτωση, προκειμένου να επιβληθούν οι δεδομένες ανάγκες ομογενοποίησης των μηχανισμών του, δεν οφείλει το κράτος να διατηρεί το μονοπώλιο της βίας, με κάθε μέσο;

Σε ποιο βαθμό μπορεί να συσχετιστεί μια τέτοια ανάγνωση με την απάντηση του Καστοριάδη στην υπεράσπιση της χομπσιανής θέσης «του κρατικού μονοπωλίου της βίας»  από την Anscombe, ότι «πίσω από το μονοπώλιο της νόμιμης βίας που διαθέτει η εξουσία, υπάρχει το ακόμα πιο ισχυρό μονοπώλιο, αυτού του ορισμού της λέξης νόμιμο» για να καταλήξει στη ρήση: «ο θρόνος του άρχοντα των σημασιών, στέκεται πιο πάνω από τον θρόνο του άρχοντα της βίας»; Θεωρούμε πως το ερώτημα αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να τεθούν οι ορίζουσες για τα υπόλοιπα.

·           Το δεύτερο ερώτημα αφορά στον περίφημο ορισμό του Κλαούζεβιτς («ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»[17]) και τη σύζευξή του με τον σμιτιανό ορισμό του πολιτικού: "Η κατεξοχήν πολιτική διάκριση είναι αυτή μεταξύ Φίλου και Εχθρού"[18].

Αν ο Κλαούζεβιτς αναγνώριζε ένα διακριτό πεδίο ειρηνικής διευθέτησης των ανταγωνισμών πέρα (ή πριν) από την ανάληψη πολεμικής-στρατιωτικής δράσης, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε: ποια είναι η βαθύτερη αλλαγή που συνίσταται στην αμετάκλητη εξάλειψη της διάκρισης ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, την τάση μετατροπής του πλανήτη σε ενιαίο επιχειρησιακό πεδίο, τη σκλήρυνση των μέτρων ασφαλείας και τις τάσεις στρατιωτικοποίησης της κοινωνικής ζωής; Η τάση εξάλειψης της διάκρισης ειρηνικών-πολεμικών περιόδων και κοινωνικού ζητήματος-διεθνούς ανταγωνισμού, πως επιδρά στην εμφάνιση και την αλλαγή της διάκρισης ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό εχθρό; Ποια είναι, και πως συνδέεται, η διαδικασία διαχωρισμού-ενοποίησης των δύο αυτών εννοιών;

·                 Το τρίτο ερώτημα έχει να κάνει με τον εξίσου γνωστό ορισμό του κυρίαρχου, ο οποίος έχει γίνει αντικείμενο μεγάλης διαμάχης: «κυρίαρχος είναι αυτός ο οποίος αποφασίζει για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης»[19]. Ποια είναι, όμως, η σχέση της κατάστασης εξαίρεσης και της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης με τον χαρακτήρα της δημοκρατίας σήμερα; Ακριβώς λόγω της συζήτησης γύρω από την εκτροπή - ή όχι - των δημοκρατικών θεσμών και τον πραγματικό χαρακτήρα της αναστολής (ή/και περιστολής) συνταγματικών και ατομικών δικαιωμάτων, είναι ανάγκη να διασαφηνιστεί η έννοια (και η λειτουργία) του όρου στις παρούσες συνθήκες της κρίσης.

Εδώ, ο Τζ. Αγκάμπεν, σχετικά με τη μετάλλαξη της έννοιας του πολιτικού στις σημερινές κοινωνίες, γράφει:

«…ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός μπορεί να οριστεί ως η εγκαθίδρυση, μέσω της κατάστασης εξαίρεσης, ενός νόμιμου εμφυλίου πολέμου που επιτρέπει την φυσική εξόντωση όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων αλλά και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών, οι οποίοι - για κάποιο λόγο - δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα.[…] ο εκούσιος σχηματισμός μιας μόνιμης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης -αν και, ίσως, μη διακηρυγμένης με τεχνικούς όρους- έχει γίνει μια από τις ουσιώδεις πρακτικές των σύγχρονων κρατών, συμπεριλαμβανομένων και των καλούμενων δημοκρατικών»[20]

Μπορεί κανείς να πει ότι η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης είναι οργανικό στοιχείο των σύγχρονων δημοκρατιών («σταθερά της ζωής», όπως την περιγράφει ο Σ. Ζίζεκ στο A Permanent Economic EmergencyNew Left Review,Jul-Aug 2010”), σε βαθμό που να ενσωματώνει τη θέση των επικριτών της «κατάστασης εξαίρεσης», ότι αυτή απλώς συνιστά κυρίαρχη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού; Υπό ποιες προϋποθέσεις, κι αν είναι δυνατό, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο πόλεμος είναι σήμερα «η συνέχιση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης με άλλα μέσα»; Τελικά, ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός, ο οποίος κερδίζει διαρκώς έδαφος ως έννοια στο δημόσιο λόγο, είναι εσωτερικό ή εξωτερικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων δημοκρατιών - ενσωματώνεται ή αντικαθιστά τις λειτουργίες του δημοκρατικού πολιτεύματος;



[1] Χαρακτηριστικά, το άρθρο 222 της συνθήκης της Λισσαβόνας, η οποία είναι σε ισχύ από 1/1/2009,  περιγράφει:
«1. The Union and its Member States shall act jointly in a spirit of solidarity if a Member State is the object of a terrorist attack or the victim of a natural or man-made disaster. […]The Union shall mobilize all the instruments at its disposal, including the military resources made available by the Member States, to:
- protect democratic institutions and the civilian population from any terrorist attack;
- assist a Member State in its territory, at the request of its political authorities, in the event of a terrorist attack;
[2] Σύμφωνα με την έννοια «συμβάν» όπως αναπτύσσεται στο Badiou A. (2009), Από το είναι στο συμβάν, Πατάκης, σ. 25-34. Το συμβάν είναι κάτι το μη προβλεπόμενο, «ακατανόμαστο» (όπως αναφέρεται) το οποίο εισβάλλει στην πραγματικότητα και την αλλάζει ριζικά.
[3] Από εδώ: «Ο Ζίζεκ για τον ΣΥΡΙΖΑ και το αληθινό του μήνυμα» (http://bestimmung.blogspot.gr/2014/07/soviet-shot-n25-izek.html)
[4] Zizek S. (2003), Καλωσορίσατε στην Έρημο του Πραγματικού, Scripta, σ. 54-55. Αλλού στόχευε η συγκεκριμένη φράση - αυτό δεν την κάνει, όμως, λιγότερο επιτυχημένη
[5] Μπορείτε να δείτε, ενδεικτικά: http://www.eurogendfor.org/ και http://www.aco.nato.int/kfor.aspx
[6] Κ της Κυριακής, 22/6/2014. http://www.kathimerini.gr/772876/article/epikairothta/ellada/agora-mh-epandrwmenwn-aeroskafwn-apo-elas. Οι υπογραμμίσεις δικές μας
[7] Για "επανάσταση του αυτονόητου" μίλησε ο Χατζηνικολάου στο δελτίο ειδήσεων του STAR. Για ένα καλό νόμο που πρέπει να τύχει της στήριξης όλων –αστυνομικών, λιμενικών, πυροσβεστών, ολόκληρης της κοινωνίας! http://www.enikos.gr/media/210614,BINTEO-O_Nikos_Xatzhnikolaoy_gia_thn_ana.html
[9] όπως το σύντροφο Ερκάν του οποίου η δίωξη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συνιστά ιδιαίτερο άλμα της ενοποίησης δικαστικού-κατασταλτικού μηχανισμού ενάντια στα κοινωνικά κινήματα
[12] Διάσημη μπροσούρα του SDS στις μεγάλες συγκρούσεις στις ΗΠΑ το 1969, με αφορμή τον πόλεμο του Βιετνάμ: http://depts.washington.edu/labpics/repository/d/4140-3/bringthewarhome_oct11_ocr_op.pdf
[14] Schmitt C., Political Theology, Four Chapters on The Concept of Sovereignty, The MIT Press, σελ.5
[15] Davis M., Social Text, Χειμώνας 2004
[16] Schmitt C. (1995), The Concept of the Political, The University of Chicago Press
[17] Κλαούζεβιτς Φ.Κ. (1999), Περί Πολέμου, Βάνιας
[18] Πρέπει να αναγνωρίσουμε, βέβαια, τις ποικίλες ενστάσεις γύρω από αυτό τον ορισμό, με πιο οξυδερκή την κριτική του Κονδύλη στο «Αόρατο Χρονολόγιο της Σκέψης».
[19] Schmitt C. (1994), Πολιτική Θεολογία, 4 Κεφάλαια γύρω από τη Διδασκαλία περί Κυριαρχίας, Λεβιάθαν
[20] Agamben G. (2005), State of ExceptionThe University of Chicago Pressσελ. 12-13



1 σχόλιο:

  1. Η καλύτερη ανάλυση που έχω διαβάσει τουλάχιστον τον τελευταίο χρόνο.
    Καμία σχέση με τα κειμενάκια τύπου Γελαστικ που πλημμυρίζουν τα αριστερά μπλόγκς συνήθως...

    Εξαιρετικός ο Χαραλαμπόπουλος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή