Οι εκλογές της 25ης Μάη απέδειξαν ότι η συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ είναι μειοψηφία στο λαό με το ιστορικά χαμηλό για κυβέρνηση ποσοστό του 31 %. Το βασικό κόμμα της συγκυβέρνησης, η Νέα Δημοκρατία, χάνει μισό εκατομμύριο ψήφους σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012, το ποσοστό της υποχωρεί κατά 7 μονάδες και βρίσκεται στη δεύτερη θέση πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ παρά τη μεταμφίεσή του σε «Ελιά» χάνει επίσης 300 χιλιάδες ψήφους και 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Συνολικά, τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης χάνουν πάνω από 800 χιλιάδες ψηφοφόρους και τα ποσοστά τους πέφτουν κατά 12 %. Αυτά τα νούμερα δίνουν και το κύριο μήνυμα των εκλογών, που είναι η καταδίκη της πολιτικής των μνημονίων και των κομμάτων που την υλοποιούν. Το εκλογικό αποτέλεσμα αδυνατίζει ακόμα περισσότερο – την ήδη αδύναμη – μνημονιακή συγκυβέρνηση, η οποία καταφέρνει να κυβερνά χάρη στην λυσσαλέα στήριξη όλων των μερίδων της αστικής τάξης και των μηχανισμών τους και εξαιτίας της αδυναμίας της αριστερής αντιπολίτευσης όλων των αποχρώσεων.
Το αποτέλεσμα αποτελεί καθαρή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατακτά την πρώτη θέση, χάνοντας 140 χιλιάδες ψήφους και διατηρώντας το ποσοστό του. Η Αριστερά συνολικά ενισχύει τις δυνάμεις της ξεπερνώντας το 33%. Το αποτέλεσμα αυτό είναι επαρκές για να κινητοποιηθεί η εργατική τάξη απέναντι σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία δεν νομιμοποιείται να κυβερνά και πρέπει να ανατραπεί. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν συμβαίνει. Καμία δύναμη της Αριστεράς δεν αναγνωρίζει μια τέτοια δυνατότητα και δεν κινητοποιείται σε αυτήν την κατεύθυνση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει στην λογική της θεσμικής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης με βάση την οποία κινήθηκε τα τελευταία δύο χρόνια και αποτυπώθηκε στο προεκλογικό του σύνθημα: «Ψηφίζουμε – φεύγουν» από το οποίο απουσίαζε η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα. Με τον ίδιο τρόπο διάβασε η ηγεσία του και το εκλογικό αποτέλεσμα: «Η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να πάρει νέα μέτρα και νέα μνημόνια». Όμως, η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται ούτε καν να εφαρμόζει τα ήδη ψηφισμένα μέτρα και τα υπάρχοντα μνημόνια. Δεν νομιμοποιείται να εισπράττει φόρους, να κόβει συντάξεις, να απολύει.
Η κατάκτηση της πρώτης θέσης σε εκλογική διαδικασία από ένα κόμμα της Αριστεράς, αποτελεί μια ιστορική εξέλιξη για την Ελλάδα. Όμως αυτή η ιστορική εξέλιξη δεν φαίνεται να συνεγείρει τις καταπιεζόμενες τάξεις, ούτε να κινητοποιεί το εργατικό κίνημα. Κι αυτό έχει λιγότερο να κάνει με το εύρος της διαφοράς – το οποίο επέτρεψε στη συγκυβέρνηση να διαχειριστεί επικοινωνιακά την ήττα – και περισσότερο με τα εγγενή χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αδυνατεί να χαράξει συγκεκριμένη προοπτική και να διατυπώσει ένα σαφές σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αδυνατεί εν τέλει να πάρει σαφή θέση, που να αποτυπώνεται στο πρόγραμμά του, για το ποιας τάξης το μέρος παίρνει στην ταξική πάλη.
Αυτός είναι και ο λόγος που η ήττα της κυβέρνησης δεν ήταν ακόμα βαρύτερη. Παρόλο που στις εργατικές περιοχές τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ είναι υψηλότερα από το πανελλαδικό του ποσοστό και η διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία μεγαλύτερη, σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης επέλεξε την αποχή, το λευκό, το άκυρο ή και την ψήφο σε κόμματα που δεν διεκδικούσαν εκπροσώπηση στην ευρωβουλή.
Συγκεκριμένα, στις εκλογές αυτές ψήφισαν 300 χιλιάδες λιγότεροι σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012, ενώ τα έγκυρα ήταν λιγότερα κατά 440 χιλιάδες, καθώς τα άκυρα και τα λευκά ψηφοδέλτια εκτοξεύτηκαν στις 225 χιλιάδες από 60 χιλιάδες το 2012. Επίσης, ένα ποσοστό πάνω από 10% επέλεξε ψηφοδέλτια που ήταν φανερό ότι δεν είχαν προοπτική εισόδου στο ευρωκοινοβούλιο.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος και ανάμεσά τους σημαντικό μέρος των εργαζόμενων, δεν τοποθετήθηκε στο διακύβευμα των εκλογών, το οποίο ήταν το μέλλον της μνημονιακής συγκυβέρνησης, στάθηκε με αμηχανία απέναντι στην κάλπη, δεν πείστηκε ότι υπάρχει άλλη προοπτική από τη μνημονιακή κόλαση.
Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Στον πρώτο γύρο το ποσοστό των ψηφοδελτίων που υποστηρίχτηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ στις περιφέρειες πέφτει στο 17 %. Ακόμα κι αν υπολογίσουμε ότι τμήμα της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε συνειδητά να μην στηρίξει τις επιλογές της ηγεσίας του σε ορισμένες περιφέρειες, ψηφίζοντας είτε τα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ που καταγράφει 8,8 % είτε της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που φτάνει στο 2,3 % και πάλι αυτό που προκύπτει είναι ότι σημαντικό τμήμα της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε υποψηφίους των κυβερνητικών κομμάτων. Αυτό ισχύει και για τους Δήμους, οπού σχεδόν παντού τα ποσοστά των ψηφοδελτίων που στηρίζονται από το ΣΥΡΙΖΑ υπολείπονται του ποσοστού που κατέγραψε μόλις μία εβδομάδα μετά στην κάλπη των ευρωεκλογών. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν αδυναμία συσπείρωσης της εκλογικής του βάσης, η οποία έγινε βορά των τοπικών συμφερόντων και δικτύων.
Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Μάη αυξάνει την πίεση στη συγκυβέρνηση και διατηρεί ζωντανό το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, όμως δεν οδηγεί στην κατάρρευσή της κυβέρνησης και δεν ανοίγει περίοδο πολιτικής αστάθειας. Οδηγεί σε αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, καθώς η εκλογική κατάρρευση της ΔΗΜΑΡ και η διαφαινόμενη εξαφάνιση των ΑΝΕΛ, δημιουργεί νέα δεδομένα. Ουσιαστικά παύει να υφίσταται το σχέδιο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση συνεργασίας και ανοίγονται δύο δρόμοι: ο δρόμος της κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τις μνημονιακές δυνάμεις και ο δρόμος της κυβέρνησης της Αριστεράς, ο οποίος προϋποθέτει την κατάκτηση της αυτοδυναμίας από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ενδεχόμενος προσανατολισμός του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας θα είναι καταστροφικός για την εργατική τάξη και στρώνει το χαλί σε αντιδραστικές λύσεις οι οποίες καραδοκούν όπως έδειξε η εκλογική ενίσχυση των φασιστών.
Όμως από την άλλη, για την κατάκτηση της αυτοδυναμίας απαιτείται η ανάπτυξη δυναμικής, την οποία δεν μπορεί να ξεδιπλώσει ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω των εγγενών προγραμματικών του αντιφάσεων. Σε αυτό μπορούν να παίξουν ρόλο οι δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς, όσες από αυτές μπορούν να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα και τις προοπτικές (θετικές και αρνητικές) που διαφαίνονται.
Το πιο σημαντικό στοιχείο της σημερινής πραγματικότητας, είναι ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών κατέστησε την κυβέρνηση Σαμαρά μειοψηφία, πράγμα που δυσκολεύει τη συνέχιση του βίου της και την επιβολή νέων αντιλαϊκών μέτρων και δημιουργούνται συνθήκες αντεπίθεσης.
Οι δυνάμεις που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη και στο κίνημά της και που δεν αναγνωρίζουν και δεν προβάλουν αυτή την πραγματικότητα, δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία στο εργατικό κίνημα. Αντίθετα, αφήνουν περιθώρια στη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ να παρατείνει το βίο της, να συνεχίσει το καταστροφικό της έργο, να αφαιρέσει ακόμα περισσότερα όπλα από το εργατικό οπλοστάσιο, να ανασυνταχτεί και να διεκδικήσει ξανά την κυβερνητική εξουσία.
Όπως δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία και οι δυνάμεις εκείνες, οι θεσμολάγνες, οι οποίες παραπέμπουν τη λύση των εργατικών προβλημάτων γενικά στις εκλογές, όταν και άμα αυτές γίνουν, και που δεν απαντάνε με άμεσο και συγκεκριμένο τρόπο στο δια ταύτα: τι πρέπει να κάνει το κίνημα αύριο το πρωί για να επιβάλει τη βούλησή του την οποία εξέφρασε στην κάλπη και η οποία δεν εισακούεται;
Κατά τη γνώμη μας, την οποία εκφράσαμε πριν τις ευρωεκλογές, η επόμενη μέρα πρέπει να βρει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα στους δρόμους σε διαρκή και ανένδοτο πολιτικό αγώνα και με απαίτηση την άμεση παραίτηση της μειοψηφικής συγκυβέρνησης, δείχνοντας ανυπακοή στους νόμους της, αρνούμενοι να πληρώσουν φόρους, χαράτσια, δάνεια, διόδια κλπ.
Τα σωματεία να συνεδριάσουν και να αποφασίσουν αγωνιστικές κινητοποιήσεις, διεκδικώντας τα αιτήματά τους για δουλειά σε όλους με δικαιώματα, αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, δημόσια δωρεάν και αναβαθμισμένη παιδεία, υγεία, πρόνοια και περίθαλψη, απαγόρευση των απολύσεων και άλλα.
Εκτός από αυτά, κρισιμότατο ζήτημα, που θα κρίνει την νικηφόρα ή μη πορεία του κινήματος, είναι η ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση συγκρότησης ενιαίου εργατικού πολιτικού μετώπου στη βάση του μεταβατικού προγράμματος με τον στόχο της κυβέρνησης που θα το υλοποιήσει. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα δώσει σημαντική ώθηση και άμεση πολιτική προοπτική στο κίνημα, θα δημιουργήσει συνθήκες απόκρουσης της επίθεσης και συνθήκες απόσπασης κατακτήσεων.
Μόνο έτσι η λαϊκή ετυμηγορία μπορεί να αποκτήσει υλική δύναμη και να μην παραμείνει ένα απλό sms ή mail και να ολοκληρωθεί το βήμα που έκανε το κίνημα. Κάθε κωλυσιεργία και χρονοτριβή αποτελεί ανάσα ζωής για τη συγκυβέρνηση και οδηγεί σε νέα δεινά για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Σε αυτήν την κατεύθυνση δίνει θετικό μήνυμα το αποτέλεσμα δημοτικών ψηφοδελτίων που συγκροτήθηκαν από διαφορετικές δυνάμεις στη βάση συγκεκριμένου προγράμματος ικανοποίησης των εργατικών και λαϊκών αναγκών και στη βάση της δέσμευσης για σύγκρουση με κάθε κόστος με το μνημονιακό πλαίσιο και τον Καλλικράτη. Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις που έγινε κατορθωτό να συγκροτηθούν τέτοια ψηφοδέλτια κόντρα στη διαχειριστική λογική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε κόντρα με τη σεχταριστική πολιτική της κομμουνιστικής Αριστεράς. Ωστόσο, εκεί που εμφανίστηκαν τέτοιοι συνδυασμοί, έδωσαν τη μάχη στις περισσότερες περιπτώσεις με επιτυχία, ενώ σε 3 Δήμους που κατάφεραν να μπουν στον 2ο γύρο επικράτησαν ακόμα και σε περιοχές που ο πολιτικός συσχετισμός ήταν αρνητικός (π.χ. Χαλάνδρι). Σαν κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ στηρίξαμε με όλες μας τις δυνάμεις αυτά τα ψηφοδέλτια θεωρώντας ότι δίνουν ένα πολύ καλό παράδειγμα για την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η Αριστερά που θέλει να λέγεται κομμουνιστική κι επαναστατική. Σε αυτό το δρόμο πρέπει να κινηθούν οι δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς συγκροτώντας αντίστοιχο πολιτικό μέτωπο και σε αυτήν την προσπάθεια θα στρατευθούμε την επόμενη κρίσιμη περίοδο.
Μάης 2014
το Γραφείο της Π.Ε. της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου