Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Τι είναι (και τι δεν είναι) η Μνημονιακή στρατηγική και γιατί αποτυγχάνει συστηματικά (II)


Του Σταύρου Μαυρουδέα (συνέχεια)



V. Οι συστηματικές αποτυχίες της Μνημονιακής στρατηγικής


Όπως είδαμε και παραπάνω, η Μνημονιακή Στρατηγική και τα προγράμματα υλοποίησης της αποτυγχάνουν συστηματικά στις προβλέψεις και στα χρονοδιαγράμματα τους. Ενδεικτικά, από τον Μάιο του 2010 έως τον Μάιο του 2013 χρειάσθηκε να αναθεωρηθούν επί τα χείρω οκτώ φορές οι προβλέψεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, η τρόικα χρειάσθηκε να αναθεωρήσει επτά φορές επίσης επί τα χείρω τις προβλέψεις της για την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή: τα αρχικά μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας ήταν 25 δις ευρώ ενώ η πιο πρόσφατη εκτίμηση τα ανεβάζει αθροιστικά σε 66 δις ευρώ. Αντίστοιχη είναι η αποτυχία των προβλέψεων για το δημόσιο χρέος, τον λόγο εξωτερικού χρέους προς ΑΕΠ, το επίπεδο της ανεργίας κλπ. Πρόκειται για ένα επιεικώς απαράδεκτο αποτέλεσμα για ένα οικονομικό πρόγραμμα.

Ποιος είναι ο λόγος της αποτυχίας; Πρόσφατα η επίσημη συζήτηση άναψε μετά την μελέτη του O.Blanchard (διευθυντή του Τμήματος Μελετών του ΔΝΤ) που υποστήριξε ότι τα ελληνικά Προγράμματα υποτίμησαν τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή. Δηλαδή, σε απλά λόγια, θεώρησαν ότι οι δομικές αλλαγές (η μετατροπή της οικονομίας σε ιδιωτικο-κεντρική) και οι περικοπές στον δημόσιο τομέα (η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα) δεν θα είχαν τόσο μεγάλο υφεσιακό αποτέλεσμα όσο προέκυψε στην πραγματικότητα. Επιπλέον, παρόλο ότι αυτό δεν λέγεται στην επίσημη αυτή αντιπαράθεση, η κάλυψη των συρρικνούμενων δημόσιων οικονομικών δραστηριοτήτων από ιδιωτικές – το περιβόητο «μέρισμα μεγέθυνσης» (growth dividend) που παπαγάλισαν εγχώριοι ορθόδοξοι οικονομολόγοι και τα μόνο κατ’ όνομα ερευνητικά κέντρα των τραπεζών – δεν υλοποιήθηκε. Ο λόγος είναι πολύ απλός και προφανής αλλά αδυνατεί να τον συλλάβει η φτωχή και σχηματική λογική των ορθόδοξων οικονομικών: σε κατάσταση κρίσης (και μάλιστα εν μέσω παγκόσμιας κρίσης) και δομικών αλλαγών με αβέβαιο αποτέλεσμα κανένα ιδιωτικό κεφάλαιο (εκτός από τυχοδιώκτες και οικονομικούς κοντοτιέρους) δεν κάνει επενδύσεις. Βέβαια σύντομα μία άλλη μελέτη του ΔΝΤ ήρθε να διαψεύσει τον Blanchard. Το ενδιαφέρον είναι ότι η έννοια του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή είναι Κεϋνσιανή έννοια και ο ίδιος ο Blanchard ένας Νέος Κεϋνσιανός. Αυτό δείχνει, σε αντίθεση με τις φωνασκίες πολλών Κεϋνσιανών, ότι τα προγράμματα του ΔΝΤ δεν είναι ακραιφνώς νεοφιλελεύθερα αλλά είναι αντιπροσωπευτικά αυτού του μίγματος νεοφιλελευθερισμού και συντηρητικού κεϋνσιανισμού που τόσο η Συναίνεση της Ουάσιγκτον όσο και μετά-Ουάσιγκτον Συναίνεση αντιπροσωπεύουν. Όμως όλη αυτή η επίσημη αντιπαράθεση μεταξύ «γερακιών της λιτότητας» και «ομαλών διαχειριστών» (smooth operators) ευέλικτων συμβιβασμών είναι παραπλανητική. Το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο από την τεχνική του διάσταση, δηλαδή το εύρος ορισμένων τεχνικών παραμέτρων.



Το ουσιαστικό πρόβλημα της Μνημονιακής Στρατηγικής και των προγραμμάτων της είναι ότι είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει ταυτόχρονα τόσο στην διαχείριση άμεσων προβλημάτων (δημοσιονομικό έλλειμμα και εξωτερικό χρέος) και ταυτόχρονα να αλλάξει την δομή της οικονομίας. Και όλα αυτά εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Μεταφορικά, χρησιμοποιώντας ξανά την παρομοίωση του αεροπλάνου, είναι σαν να υποχρεώνεις ένα αεροπλάνο να κάνει βύθιση πιο απότομα από το φυσιολογικό και ταυτόχρονα να το μετασκευάζεις εν πτήσει ελπίζοντας ότι η άνοδος του θα έλθει πιο γρήγορα και θα είναι πιο απότομη. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα. Τόσο τα άμεσα μέτρα όσο και οι δομικές αλλαγές διαταράσσουν όλη την μεταπολεμική αρχιτεκτονική του ελληνικού καπιταλισμού και έχουν βαθιές πολιτικο-οικονομικές συνέπειες. Πρώτον, αλλάζουν βίαια την εσωτερική δομή του ελληνικού κεφαλαίου (εταιρικούς ομίλους, κλαδική και τομεακή διάρθρωση, εξαγωγικές και εισαγωγικές δραστηριότητες κλπ.). Αυτό σημαίνει ότι ισχυρά οικονομικά κέντρα του παρελθόντος κινδυνεύουν ενώ νέα προσπαθούν να αναδυθούν. Αυτό κάνει τις ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις εξαιρετικά άγριες. Επιπλέον, η βαρύτητα και τα πεδία παρέμβασης ξένων κεφαλαίων διευρύνονται σε βάρος των εγχώριων. Δεύτερον, όλη αυτή η ζώνη μικρο-μεσαίας επιχειρηματικότητας (μικρομεσαίες επιχειρήσεις) και τα αντίστοιχα (εξαιρετικά μαζικά για τα δυτικά δεδομένα) μεσαία στρώματα συρρικνώνονται δραστικά καθώς η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου[9] προχωρά εξαιρετικά εντατικά. Αυτό όμως διαλύει μία από τις βασικές ταξικές συμμαχίες που στήριξαν το μεταπολεμικό μοντέλο του ελληνικού καπιταλισμού τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά και κοινωνικά. Αυτή η «προλεταριοποίηση» των μεσαίων στρωμάτων εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Επιπλέον όμως διαλύει κρίσιμες οικονομικές σχέσεις και λειτουργίες του συστήματος που όμως δεν αναπληρώνονται επαρκώς από άλλες σχέσεις. Τρίτον, πρέπει μέσα σε ελάχιστο χρόνο να μετατρέψει τις συνθήκες ζωής και εργασίας των εργαζομένων από αυτές μίας ευρω-περιφερειακής χώρας σε αυτές μίας βαλκανικής ή και τριτοκοσμικής. Μόνο με μία τέτοια ραγδαία υποτίμηση τη αξίας της εργατικής δύναμης και αύξησης της εκμετάλλευσης της εργασίας μπορεί να ανακάμψει το ποσοστό κερδοφορίας. Μόνο με τον τρόπο αυτό – δηλαδή μεγάλη απαξίωση κεφαλαίων και αύξηση τη κερδοφορίας – μπορεί να βγει ο ελληνικός καπιταλισμός από την κρίση και να ξαναρχίσει η διαδικασία συσσώρευσης (δηλαδή η μεγέθυνση της οικονομίας). Αυτό όμως, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, απαιτεί μία βαθειά ύφεση. Επιπλέον, η επανεκκίνηση της ανάπτυξης δεν σημαίνει τέλος της λιτότητας αλλά το αντίθετο. Αυτή θα πρέπει να συνεχισθεί και να βαθύνει αλλιώς η ανάκαμψη της καπιταλιστικής συσσώρευσης θα διακοπεί ξανά και η ύφεση θα επιστρέψει. Τέλος, ακόμη και αν και όταν ξαναρχίσει η διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αυτό θα γίνει με τον ελληνικό καπιταλισμό υποβαθμισμένο μέσα στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.

Όλο αυτό το σχέδιο είναι εξαιρετικά φιλόδοξο και παρακινδυνευμένο γιατί διαταράσσονται βίαια οικονομικές και ταξικές ισορροπίες και συσχετισμοί και αυτό οποιαδήποτε στιγμή (ακόμη και σε φάση ανάπτυξης) μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες (για το σύστημα) κοινωνικές και πολιτικές εκρήξεις. Βέβαια το σύστημα γνωρίζει ότι δεν έχει άλλο εναλλακτικό δρόμο. Η Κεϋνσιανή άποψη για αντι-κυκλική πολιτική και ήπια λιτότητα – γιατί και τα σοβαρά Κεϋνσιανά σενάρια προβλέπουν λιτότητα – έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στο ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης και είναι γνωστό ότι δεν επιλύει την κρίση. Η δεξιά Κεϋνσιανή πολιτική τόνωσης της ζήτησης (α-λα Κρούγκμαν) – που είναι και η μόνη που συζητείται σε επίσημους κύκλους αλλά και σε κύκλους της λάιτ «αριστεράς της φαιδράς πορτοκαλέας» – δεν προβλέπει αναδιανομή εισοδήματος προς τα λαϊκά στρώματα (όπως οι προοδευτικές μεταπολεμικές Κεϋνσιανές πολιτικές) αλλά κυρίως αντι-υφεσιακά μέτρα που περιορίζουν την απαξίωση του κεφαλαίου. Αυτό είναι χρήσιμο στο απότομο ξέσπασμα της κρίσης γιατί αποφεύγεται ένα μαζικό και ανεξέλεγκτο κύμα χρεωκοπιών επιχειρήσεων που μπορεί να οδηγήσει στο σύστημα ακόμη και στην άμεση κατάρρευση. Όμως από τη στιγμή που το πρώτο αυτό κρίσιμο σημείο έχει ξεπερασθεί μετά η πολιτική αυτή δεν μπορεί να επιλύσει (αντίθετα μπορεί και να επιδεινώνει) το πρόβλημα υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και δεν αυξάνει επαρκώς την εκμετάλλευση της εργασίας και την μείωση των μισθών. Γι’ αυτό αυτός ο προ-κυκλικός δρόμος είναι ο μοναδικός για το σύστημα.

Τα προβλήματα αυτά φαίνονται καθαρά στην Μνημονιακή Στρατηγική ακόμη και σήμερα καθώς οι τεχνικές προβλέψεις και τα χρονοδιαγράμματα εξακολουθούν να πέφτουν έξω – παρά τις πολλαπλές αναθεωρήσεις και διορθωτικές παρεμβάσεις. Το μνημονιακό πολιτικο-οικονομικό μπλοκ (και η κυβέρνηση σαν βασικός εκφραστής του) προβάλλει ότι το 2013 έχει φανεί «φως στην άκρη του τούνελ». Έτσι οργανώνει όλη αυτή την φθηνή και φαιδρή προπαγάνδα περί success story. Όμως ακόμη και μία απλή εξέταση των τεχνικών πλευρών των Μνημονίων διαψεύδει αυτά τα επικοινωνιακά παραμύθια.

Το Μνημονιακό πρόγραμμα πρέπει: 

α) Να κάνει το χρέος βιώσιμο: δηλαδή να μπορέσει ο ελληνικός καπιταλισμός να επιστρέψει στο δανεισμό από τις διεθνείς αγορές και μάλιστα σε ρεαλιστικά επιτόκια, δηλαδή τέτοια που να μπορούν να εξυπηρετηθούν από την ελληνική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο πρέπει να αντιστοιχεί, χονδρικά, στον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας.

β) Να μετατρέψει την οικονομία σε εξαγωγική (δηλαδή να προκύπτουν συστηματικά εμπορικά πλεονάσματα) έτσι ώστε και να ενισχύεται από το εξωτερικό ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ και να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα ρευστότητας (ιδιαίτερα πληρωμών στο εξωτερικό) που αποτυπώνονται στο ισοζύγιο εξωτερικών τρεχουσών συναλλαγών.

Υπάρχουν όπως είδαμε συγκεκριμένοι χρονικοί στόχοι και μεγέθη (milestones) σχετικά με τις αλληλεξαρτώμενες εν πολλοίς οικονομικές μεταβλητές που εμπλέκονται σε αυτό το πρόγραμμα.

Κατ’ αρχήν υποτίθεται αυθαίρετα ότι η προοπτική επίτευξης ενός λόγου εξωτ. χρέους προς ΑΕΠ της τάξης του 122,5% το 2022 θα ξανανοίξει – και μάλιστα από το 2014 – την πρόσβαση τις διεθνείς χρηματαγορές. Και αυτό γιατί η Ιταλία, με ένα τέτοιο λόγο, μπορεί και δανείζεται στις αγορές αυτές. Όπως είδαμε και προηγουμένως αυτή είναι μία προβληματική υπόθεση. Παραγνωρίζει τις ιδιαίτερες πολιτικο-οικονομικές δομές κάθε οικονομίας και τις ιδιαίτερες εσωτερικές και εξωτερικές ρυθμίσεις της. Υπάρχουν οικονομίες με μεγαλύτερο τέτοιο λόγο ή με μικρότερο λόγο αλλά με τερατωδώς πολλαπλάσια απόλυτα μεγέθη εξωτ. χρέους (τόσο δημόσιου όσο και ιδιωτικού) που για λόγους ιδιαίτερων εσωτερικών και εξωτερικών συσχετισμών αποφεύγουν προς το παρόν την κρίση χρέους. Υπάρχουν επίσης άλλες που με μικρότερους τέτοιους λόγους και απόλυτα μεγέθη έπεσαν ή κινδυνεύουν να πέσουν σε κρίση χρέους. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι η βιώσιμη μακροχρόνια διαχείριση του χρέους δεν μπορεί να γίνει παρά σε επίπεδα 60-80% του λόγου αυτού γιατί αλλιώς απαιτεί εξωφρενικούς και μη ρεαλιστικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Αυτό το πρόβλημα της μακροχρόνιας μη-βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους το τονίζουν έντονα όλοι οι διεθνείς ανταγωνιστές της ΕΕ και εκφράζεται με τις σημερινές ενστάσεις και επιφυλάξεις του ΔΝΤ.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εθνικολογιστικές σχέσεις η δημοσιονομική ευστάθεια (και άρα η βιωσιμότητα του δημοσιονομικού χρέους, δηλ. η ικανότητα διαχείρισης του) εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες:

(α) Το αρχικό ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ: Αυτό είναι ιστορικά δεδομένο (ξεκίνησε από 120% στην αρχή της κρίσης), βαίνει αυξανόμενο (λόγω των δανείων της τρόικας) και επιδιώκεται να περιορισθεί κοντά στο 120% το 2022. Είναι όμως γνωστό ότι ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο της τρόικας το χρέος θα είναι κοντά στο 124% του ΑΕΠ το 2022.

(β) Το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος σε σχέση με το ΑΕΠ: Μόνο αυτό είναι υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Πρωτογενές πλεόνασμα σημαίνει ότι ο δημόσιος τομέας παύει να λειτουργεί ελλειμματικά και αντί να επιβαρύνει το χρέος αρχίζει να μπορεί να το αποπληρώνει και συνεπώς να το μειώνει. Η κυβέρνηση ακίζεται ότι από το 2013 θα υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό το κάνει με απίστευτες στατιστικές αλχημείες που είναι εν πλήρη γνώση των δανειστών. Καθώς ο στόχος δεν βγαίνει επιδίδεται συστηματικά σε μικρά και μεγάλα «κόλπα»: από την συγκεκαλυμμένη αύξηση φορολογίας (αυξήσεις παρακράτησης φόρων, προκαταβολές φόρων, κρυφοί καταναλωτικοί φόροι), την εγγραφή της επιστροφής των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από την κερδοσκοπία με ελληνικά ομόλογα[10], τις ιδιωτικοποιήσεις-ξεπουλήματα[11], την εσωτερική στάση πληρωμής του δημοσίου (απλήρωτες ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου) μέχρι την εξωφρενική μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Με όλες αυτές τις αλχημείες η κυβέρνηση, με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, «χοροπηδά» για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Όμως, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας (που είναι πιο κοντά στην πραγματική ταμειακή κατάσταση του δημόσιου τομέα) το δημοσιονομικό έλλειμμα συνεχίζεται. Ο βασικός λόγος συνέχισης του δεν είναι φυσικά οι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων (που έχουν συρρικνωθεί δραματικά) αλλά οι φανερές και κρυφές επιδοτήσεις των ιδιωτικών επιχειρήσεων ακόμη και με εξώφθαλμες και «διαπλεκόμενες» φωτογραφικές ρυθμίσεις. Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι ακόμη και η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δημοσιονομικά ελλείμματα και συνεπώς πρόβλημα χρηματοδότησης καθώς τα τελευταία εξαρτώνται και από το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο. Το τελευταίο επιβαρύνεται δραματικά από τα τοκοχρεολύσια (δηλαδή το κόστος εξυπηρέτησης του εξωτερικού δανεισμού στον οποίο συμπεριλαμβάνονται τα δάνεια της τρόικας).

(γ) Το πραγματικό επιτόκιο δημόσιου δανεισμού: Αυτό εξαρτάται από την τρόικα των δανειστών και για την διάρκεια των Μνημονιακών δανείων (μέχρι και το 2014) υπολογίζεται σε περίπου 4.5%. Το πρόβλημα είναι τι θα γίνει μετά το τέλος των δανειακών δόσεων το 2014. Τότε το ελληνικό δημόσιο πρέπει να μπορεί να δανεισθεί με ρεαλιστικά επιτόκια (που εκτιμώνται ότι πρέπει να είναι μεταξύ 5% και 5.8%). Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτό κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι. Ακόμη και αν πετύχει η φημολογούμενη έκδοση μακροχρόνιου ομολόγου (π.χ. 10ετούς) αυτό θα γίνει με ειδικούς χειρισμούς[12] και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεχίσει να γίνεται στο μέλλον.

(δ) Το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ: Αυτό το πιο σημαντικό μέγεθος καθώς επηρεάζει τους τρεις από τους τέσσερεις παράγοντες, ελέγχεται ελάχιστα πλέον από την κυβέρνηση καθώς βασικά εργαλεία (π.χ. ΠΔΕ) έχουν εκμηδενισθεί. Οι δε προσδοκίες για σχέδια Μάρσαλ κλπ. είναι απλά στρουθοκαμηλισμοί (π.χ. ο προϋπολογισμός της ΕΕ και το ΕΣΠΑ μειώνονται ενώ η απορρόφηση του τελευταίου είναι οικτρή λόγω αδυναμίας εθνικής οικονομικής συμμετοχής και διαδοχικών πετσοκομμάτων του ΠΔΕ ακόμη και μετά την σιωπηρή μείωση της ελληνικής εθνικής συμμετοχής στο 5% του κόστους των προγραμμάτων). Ταυτόχρονα η ελληνική οικονομία έχει βυθισθεί, λόγω Μνημονίου, σε ένα καθοδικό υφεσιακό σπιράλ. Τρία είναι τα συνεπακόλουθα αυτού του υφεσιακού σπιραλ. Πρώτον, ότι έχουμε μία δυσαναπλήρωτη σωρευτική απώλεια που υπερβαίνει το 20% του ΑΕΠ. Δεύτερον, ότι ακόμη και αν η ύφεση αρχίσει να αποκλιμακώνεται θα διαρκέσει τουλάχιστον ακόμη μία διετία και θα ξεπεράσει το 25% του ΑΕΠ. Αυτό επηρεάζει αρνητικά τις τρεις από τις τέσσερεις παραμέτρους της βιωσιμότητας του χρέους και συνεπώς οδηγεί στη λήψη νέων μέτρων λιτότητας στην πλάτη προφανώς των γνωστών υποζυγίων (καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα είναι η μόνη παράμετρος στην οποία μπορεί να προσφύγει η κυβέρνηση). Τρίτον, γνωρίζουμε εμπειρικά ότι για να είναι βιώσιμο το χρέος πρέπει χονδρικά ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ να ισούται με το επιτόκιο δανεισμού. Είναι προφανές, ότι με αυτό το υφεσιακό σπιραλ κάτι τέτοιο είναι εξωπραγματικό.

Όμως και ο δεύτερος θεμελιακός Μνημονιακός άξονας της ενίσχυσης των εξαγωγών και της μετατροπής της ελληνικής οικονομίας σε εξαγωγικής έχει σοβαρά προβλήματα. Κατ’ αρχήν με την υπάρχουσα δομή της ελληνικής οικονομίας μέσω της μνημονιακής λιτότητας έχει επιτευχθεί μία βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Αυτή η βελτίωση όμως προέρχεται κυρίως από την ραγδαία μείωση των εισαγωγών. Αντιθέτως, οι εξαγωγές εμφανίζουν μία εξαιρετικά ασταθή πορεία. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης και το πρώτο ξάφνιασμα υπήρξε μία ασθενική ανάπτυξη τους που όμως δεν έχει σταθερότητα. Η ανάκαμψη προήλθε κυρίως από την εσπευσμένη προσπάθεια των εγχώριων κεφαλαίων να βρουν αγορές στο εξωτερικό καθώς η μνημονιακή ύφεση έπνιξε την εγχώρια κατανάλωση. Όμως η δυνατότητα ανάπτυξης των εξαγωγών με την υπάρχουσα παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας είναι περιορισμένη. Αυτό φυσικά το γνωρίζουν οι εγκέφαλοι της Μνημονιακής στρατηγικής. Μία ριζική αναβάθμιση της εξαγωγικής επίδοσης της ελληνικής οικονομίας απαιτεί ρηξικέλευθους δομικούς μετασχηματισμούς που ακόμη και με την Μνημονιακή πολιτική «σοκ και δέους» απαιτούν χρόνο. Δηλαδή είναι μία μακροχρόνια διαδικασία που τα αποτελέσματα της εκδηλώνονται με σημαντικές χρονικές υστερήσεις και σε βάθος χρόνου. Έτσι η ανάπτυξη των εξαγωγών συνάντησε γρήγορα σοβαρά προβλήματα. Για παράδειγμα, μεγάλο μέρος των ελληνικών εξαγωγών εξαρτώνται από εισαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των πετρελαιοειδών. Τα τελευταία αποτελούν το βασικότερο κορμό της αύξησης των ελληνικών εξαγωγών. Ενδεικτικά, οι ελληνικές εξαγωγές χωρίς τα πετρελαιοειδή τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2013 αυξήθηκαν μόλις κατά 0,8% σε σχέση με τα επίπεδα του 2012. Συνεπώς η κάμψη των εισαγωγών θέτει προβλήματα στην ανάπτυξη των εξαγωγών. Επίσης, η χρηματοπιστωτική δυστοκία (δηλαδή η αδυναμία εξεύρεσης ιδιωτικού δανεισμού, εξαγωγικών πιστώσεων, εγγυήσεων κλπ. λόγω της κρίσης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό) θέτει σοβαρά εμπόδια στην βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων.

Υπάρχει, τέλος, ένα άλλο εξαιρετικά σημαντικό εμπόδιο για την επιτυχία αυτού του δεύτερου πυλώνα της Μνημονιακής στρατηγικής. Αυτή στρατηγική μετατροπής σε εξαγωγική οικονομία επιβάλλεται και σε μια σειρά άλλες οικονομίες που είναι ανταγωνιστές του ελληνικού καπιταλισμού. Επομένως, δεν αρκεί μόνο ο τελευταίος να γίνει εξαγωγικός αλλά πρέπει να είναι και ανταγωνιστικός έναντι των άλλων. Το πρόβλημα αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στο ζήτημα της μείωσης των μισθών (τον ανταγωνισμό κόστους) όπου πέφτει το μεγαλύτερο βάρος του εξαγωγικού μετασχηματισμού. Η μείωση των ελληνικών μισθών δεν επαρκεί εφόσον και οι άμεσοι ανταγωνιστές μειώνουν τους δικούς τους.

Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα που αφορά τόσο την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού όσο όμως και άλλες πλευρές των Μνημονιακών προγραμμάτων είναι ο αδύναμος αποπληθωρισμός τιμών της ελληνικής οικονομίας[13]. Η στρατηγική της προσανατολισμένης προς εξαγωγές οικονομίες απαιτεί τον ανταγωνιστικό αποπληθωρισμό της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή την γενική πτώση του επιπέδου των τιμών έτσι ώστε τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν πιο ανταγωνιστικά στο εξωτερικό. Στο σημείο αυτό σημειώνεται άλλη μία παταγώδης αποτυχία των Μνημονιακών προγραμμάτων. Ενώ οι μισθοί έχουν «αποπληθωρισθεί» με εξαιρετική βαρβαρότητα οι τιμές πώλησης των προϊόντων δεν πέφτουν ή πέφτουν πολύ αργά. Ενδεικτικά μόλις το τρίτο τρίμηνο του 2013 εμφανίσθηκε μία ασθενής μείωση του γενικού επιπέδου τιμών. Ο βασικός λόγος αυτού του ελλιπούς αποπληθωρισμού είναι το γεγονός ότι τα ελληνικά κεφάλαια (ιδιαίτερα σε τομείς ειδών μαζικής λαϊκής κατανάλωσης αλλά και γενικότερα) οργανώνουν μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές σχέσεις και έτσι αυξάνουν την κερδοφορία τους εκμεταλλευόμενα την μείωση των μισθών την οποία δεν περνούν στις τιμές.

Υπάρχουν επίσης και ορισμένοι παράγοντες που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «δώρα εξ ουρανού» (windfalls) και όπου οι σχεδιαστές της Μνημονιακής στρατηγικής επίσης στηρίζουν ελπίδες. Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι ο τουρισμός, η εξεύρεση και αξιοποίηση φυσικών πόρων και οι ξένες επενδύσεις. Στο βαθμό που προκύψουν τέτοια «δώρα εξ ουρανού» θα βελτιώσουν το ΑΕΠ, θα απαλύνουν την πίεση του χρέους και θα διευκολύνουν τον δομικό μετασχηματισμό. Όμως και οι τρεις προαναφερθέντες παράγοντες είναι εξαιρετικά ασταθείς και αμφίβολοι. Ο τουρισμός εξαρτάται αποφασιστικά από το διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Μία παγκόσμια ύφεση (ή μία ανάλογη στις βασικές χώρες τουριστών) ή μία πολεμική περιπέτεια στην περιοχή της Μεσογείου μπορούν πολύ εύκολα να καταβαραθρώσουν τον τουρισμό. Αντίστοιχα, ακόμη και αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για αποθέματα φυσικών πόρων η παραγωγική αξιοποίηση τους θα αργήσει αρκετά. Τέλος, όπως έχει φανεί καθαρά στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων τα ξένα κεφάλαια είναι διατεθειμένα να μπουν στην ελληνική οικονομία, υπό τις παρούσες συνθήκες, μόνον έναντι πινακίου φακής και συνεπώς με πολύ περιορισμένο οικονομικό αποτέλεσμα.

Όλα τα προαναφερθέντα τεχνικά ζητήματα δείχνουν ότι οι πολιτικο-οικονομικοί περιορισμοί θέτουν σοβαρά τεχνικά προβλήματα στην επίτευξη των Μνημονιακών προγραμμάτων.

Υπάρχει τέλος ένας άλλος σημαντικός περιορισμός (και λόγος συστηματικής αποτυχίας) της Μνημονιακής στρατηγικής. Αυτός ο περιορισμός είναι ότι η επίλυση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού επιδιώκεται να γίνει μέσα στη βαθιά παγκόσμια ύφεση που ακολουθεί την κρίση του 2007-8 και που υποδηλώνει ότι η τελευταία κάθε άλλο παρά έχει επιλυθεί. Αυτό επηρεάζει πολλαπλά την υλοποίηση της Μνημονιακής στρατηγικής. Κατ’ αρχήν οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί βιάζονται για μία λύση με αποτέλεσμα να πιέζουν πέραν του δέοντος πράγματα και καταστάσεις. Δεύτερον, επειδή πιέζονται και αυτοί οικονομικά δεν είναι διατεθειμένοι να πολυξοδευθούν ακόμη και όταν πρόκειται για την δική τους οικονομική «πίσω αυλή». Αυτό επίσης πιέζει τα πράγματα πέραν ρεαλιστικών ορίων. Τρίτον, η όξυνση των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών κάνει ένα ήδη παρακινδυνευμένο «παιχνίδι» ακόμη πιο επισφαλές.



VI. Αντί επιλόγου 

Η Μνημονιακή στρατηγική δεν αποτυγχάνει συστηματικά επειδή είναι εσφαλμένη, όπως υποστηρίζουν Κεϋνσιανές και αντι-νεοφιλελεύθερες (αλλά όχι αντι-καπιταλιστικές) απόψεις. Είναι πράγματι η μόνη στρατηγική με την οποία μπορεί το κεφάλαιο να ξεπεράσει την κρίση του. Ταυτόχρονα όμως είναι μία υπερβολικά φιλόδοξη στρατηγική και γι’ αυτό ενέχει πράγματι σοβαρούς κινδύνους για την καθεστηκυία τάξη.

Αυτό εξηγεί εν τέλει και την εμμονή της ελληνικής αστικής τάξης σε αυτή την κατεύθυνση παρόλα τα προβλήματα που της δημιουργεί και την υποβάθμιση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Αυτός είναι και ο λόγος που μία σειρά άλλες προτάσεις σωτηρίας του συστήματος – όπως οι Κεϋνσιανές αντι-κυκλικές πολιτικές – απορρίπτονται σκαιά. Η μόνη αξία χρήσης τους είναι μόνο σε επιμέρους ρυθμίσεις και ζητήματα ή για βραχυπρόθεσμες προσαρμογές.

Γι’ αυτό το λόγο δεν είναι ρεαλιστικές και μία σειρά μεσοβέζικες ρεφορμιστικές προτάσεις οικονομικής διεξόδου όπως αυτές που εκφράζονται από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και από διανοούμενους μέσα και γύρω από τον χώρο αυτό. Αυτές οι μεσοβέζικες ρεφορμιστικές προτάσεις προσπαθούν να βρουν ένα έδαφος συμβιβασμού με την αστική τάξη ή τουλάχιστον με μερίδες της που απλά δεν υπάρχει. Το έδαφος αυτού του συμβιβασμού διερευνάται μέσα στα ακόλουθα πλαίσια:

(α) Αποδέχεται την ευρωπαϊκή «κόκκινη γραμμή» του συστήματος. Δηλαδή δεν θέτει ζήτημα απεμπλοκής από την μία από τις βασικές μήτρες του ελληνικού προγράμματος, την ΕΕ (δηλαδή δεν θέτει θέμα αποδέσμευσης από την ΕΕ). Αντιθέτως, προσπαθεί να ανακαλύψει μία ανυπόστατη και ανέφικτη προοδευτική λύση μέσα στα πλαίσια της.

(β) Στο βασικό πυρήνα του οικονομικού προγράμματος του υιοθετεί τις Κεϋνσιανές αντι-κυκλικές πολιτικές με κάποια μεγαλύτερα ή μικρότερα φιλολαϊκά επιχρίσματα. Αυτό σημαίνει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, κάποια απάλυνση της λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων αλλά σε καμία περίπτωση την επιστροφή έστω της αξίας της εργασιακής δύναμης και του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στα προηγούμενα επίπεδα.

(γ) Στις ποιο ακραίες εκδοχές θέτει σεμνά ζήτημα αποχώρησης μόνον από το ευρώ. Αυτό φθάνει να αγγίζει την ευρωπαϊκή «κόκκινη γραμμή» του συστήματος αλλά δεν την ξεπερνά. Άλλωστε το ενδεχόμενο μίας υπαγωγής της Ελλάδας σε μία νομισματική ζώνη περιφερειακή και εξαρτημένη από το ευρώ είναι μέσα στα εναλλακτικά σχέδια των ηγεμονικών ευρωπαϊκών καπιταλισμών. Επίσης η έξοδος από την ΟΝΕ φλερτάρει με πολιτικές άλλων – ιδιαίτερα αγγλοσαξωνικών – ιμπεριαλιστικών κέντρων που θέλουν να εξασθενίσουν τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό πόλο. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, σε τεχνικό επίπεδο η υποτίμηση ΄του νομίσματος (την οποία κάνει εφικτή η έξοδος από την ΟΝΕ) είναι ένας από τους τυπικούς πυλώνες των προγραμμάτων δομικής προσαρμογής του ΔΝΤ.

Ο συμβιβασμός αυτός είναι ανέφικτος για ένα βασικό λόγο. Γιατί το σύστημα δεν έχει την πολυτέλεια επιλογής άλλου δρόμου πέραν του Μνημονιακού. Ο μόνος συστημικός δρόμος για την υπέρβαση του Μνημονίου είναι η με το καλό ή με το στανιό επιτυχία του (τουλάχιστον στο μεγαλύτερο τμήμα των προγραμμάτων του).

Το ζήτημα για τον κόσμο της εργασίας και τις δυνάμεις της πραγματικής Αριστεράς δεν είναι να ακκίζονται με ανέφικτους συμβιβασμούς. Αντίθετα, κατανοώντας την σιδερένια λογική του συστήματος πρέπει να επικεντρωθούν στο βασικό αδύνατο σημείο της: το γεγονός ότι πρέπει να διαταράξει όλη την προηγούμενη αρχιτεκτονική του και να διαλύσει βασικούς μηχανισμούς ισορροπίας του. Αυτό καταστρέφει τα μέχρι πρότινος συμμαχικά προς το σύστημα μεσαία στρώματα και μαζικοποιεί αλλά και εξαθλιώνει τους εργαζόμενους. Στόχος της Αριστεράς πρέπει να είναι η συγκρότηση όλων αυτών σε ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στο σύστημα με βάση ένα μεταβατικό πρόγραμμα σοσιαλιστικής προοπτικής (βλέπε Μαυρουδέας (2012α, 20112β)).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Μαυρουδέας Στ. (2010α), «Η ελληνική κρίση, η ΕΕ και οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις», Ουτοπία νο.92.

Μαυρουδέας Στ. (2010β), «Ανάπτυξη και κρίσεις: Η ταραγμένη διαδρομή του ελληνικού καπιταλισμού» σε Τόπος (2010), «Ο χάρτης της κρίσης: Το τέλος της αυταπάτης», εκδ. Τόπος.

Μαυρουδέας Στ. (2011), «Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση: καπιταλιστική κρίση και ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις» σε Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας (ΕΕΠΟ), «Οικονομική κρίση και Ελλάδα», Αθήνα: Gutenberg.

Μαυρουδέας Στ. (2012α), «Η κρίση της ΕΕ, οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η Ελλάδα», Τετράδια Ανυπότακτης Θεωρίας νο.1, 2012

Μαυρουδέας Στ. (2012β), «Η κρίση της ΕΕ, η Ελλάδα και η Αριστερά», περιοδικό ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ τεύχος 90, Ιανουάριος 2012.

Μαυρουδέας Στ. (2012γ), «Η αρχή του τέλους του ελληνικού δράματος;»

Mavroudeas S. (2013), ‘Development and Crisis: The Turbulent Course of Greek Capitalism’, International Critical Thought vol.3 no.3.
Μαυρουδέας Στ. (2013α), «Έξοδος από την κρίση ή η τελική φάση της ελληνικής τραγωδίας;».
Μαυρουδέας Στ. (2013β), «Η ελληνική τραγωδία: ανταγωνιστικές ερμηνείες της ελληνικής κρίσης», Foreign Affairs Hellenic Edition, Αύγουστος 2013.

Μαυρουδέας Στ. & Μανιάτης Θ. (2013), «Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, το ελληνικό πρόβλημα και ο Μαρξισμός: ένα περίγραμμα ανάλυσης και συζήτησης» σε Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών – ΟΜΕ (2013), «Ο Μαρξισμός και η Ελληνική Οικονομική Κρίση», Αθήνα: Gutenberg.

Mavroudeas S. & Papadatos D. (2007), ‘Reform, reform the reforms or simply Regression? The “Washington Consensus” and its Critics’, Bulletin of Political Economy 1, no.1.

Παπαδάτος Δ. (2013), «Ο νεοσυντηρητικός μετασχηματισμός του ελληνικού καπιταλισμού εν μέσω παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η στρατηγική του μνημονίου» σε Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών – ΟΜΕ (2013), «Ο Μαρξισμός και η Ελληνική Οικονομική Κρίση», Αθήνα: Gutenberg.

Weisbrot M., Ray R., Johnston J., Cordero JA. & Montecino JA. (2009), ‘IMF-supported macroeconomic policies and the world recession: a look at forty-one borrowing countries’, Washington D.C.: Center For Economic and Policy Research.



[1] Διεξοδικότερη ανάλυση της λειτουργίας της ΕΕ ως ενός πυραμιδοειδούς ιμπεριαλιστικού μπλοκ με σχέσεις (ιμπεριαλιστικής) οικονομικής εκμετάλλευσης των κατώτερων βαθμίδων του από τις ανώτερες δίνεται σε Μαυρουδέας (2013).


[2] Για τα προβλήματα της σύγχρονης «Μεγάλης Ιδέας» του ελληνικού κεφαλαίου για ένταξη στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση βλέπε Μαυρουδέας (2010, 2011).


[3] Για περισσότερα βλέπε Μαυρουδέας (2012γ).


[4] Για περισσότερα σχετικά με τους ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς μέσα στην σημερινή παγκόσμια καπιταλιστική κρίση βλέπε Μαυρουδέας (2010, 2011, 2012α, 2012β).


[5] Η «παγκοσμιοποίηση» είναι η πολιτική ραγδαίας διεθνοποίησης του κεφαλαίου που επιβλήθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε όλο σχεδόν τον κόσμο από τα παγκόσμια ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η ραγδαία αυτή διεθνοποίηση συνίσταται στην απελευθέρωση και ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, των κεφαλαιακών ροών και ιδιαίτερα στη μετατροπή λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών σε φθηνούς χώρους παραγωγής των πολυεθνικών εταιρειών. Η πολιτική αυτή ενεργοποιεί μία από τις βασικές αντίρροπες δυνάμεις στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Επιπλέον, η επιβολή του ανοίγματος προηγουμένως προστατευμένων οικονομιών αύξησε τα πεδία εκμετάλλευσης των πολυεθνικών εταιρειών (και ιδιαίτερα των δυτικών). Φυσικά, η «παγκοσμιοποίηση» σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε την εξάλειψη του εθνικού κράτους, όπως υποστηρίζουν οι θεωρίες της παγκοσμιοποίησης. Το αντίθετο μάλιστα: τα εθνικά κράτη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενδυναμώθηκαν αποφασιστικά σε βάρος αυτών των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών.


[6] Για μία διεξοδική ανάλυση της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, των διάφορων κριτικών και τροποποιήσεων της και την κριτική της από τη σκοπιά του Μαρξισμού βλέπε Mavroudeas & Papadatos (2007).


[7] Άλλωστε σχεδόν όλες οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες στα πρώτα τους βήματα χρησιμοποίησαν κρατική οικονομική στήριξη. Αυτό αποτυπώθηκε στη Δύση σε μία ολόκληρη ιστορική περίοδο της μετάβασης από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό: αυτή της Εμποροκρατίας (Μερκαντιλισμός). Σε θεωρητικό επίπεδο το ζήτημα αυτό αναδείχθηκε εξαιρετικά εύστοχα από τον Gershenkron.


[8] Για τις αδυναμίες και τα προβλήματα των ορθόδοξων και ετερόδοξων ερμηνειών της ελληνικής κρίσης καθώς και για τα αναλυτικά και εμπειρικά προτερήματα της Μαρξιστικής ερμηνείας (δηλαδή ως κρίσης κερδοφορίας) βλέπε Μαυρουδέας (2013β).


[9] Μία βασική διαδικασία της καπιταλιστικής κρίσης είναι η εκκαθάριση των πιο αδύναμων κεφαλαίων. Αυτό οδηγεί σε αύξηση (υπό προϋποθέσεις) τόσο του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων όσο και σε περιορισμός του αριθμού της. Δηλαδή δημιουργία μία τάση αύξησης της μονοπωλιοποίησης της οικονομίας που βέβαια δεν σημαίνει κατάργηση του ανταγωνισμού αλλά αντιθέτως ακόμη μεγαλύτερη ένταση του (μονοπωλιακός ανταγωνισμός).


[10] Πρόκειται για τα περιβόητα ANFAs. Οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα σε πολύ μικρότερη τιμή από την ονομαστική τους (λόγω του φόβου της ελληνικής χρεωκοπίας) και συνεπώς ενέγραψαν σημαντικά κέρδη. Συμφωνήθηκε τα κέρδη αυτά – που υπολογίζονται περίπου στο 1.5 δις ευρώ – να επιστραφούν στην Ελλάδα. Όμως, παρά την συμφωνία αρκετές χώρες (με πρώτη και καλύτερη, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, την Γαλλία) αντιδρούν και κωλυσιεργούν. Επιπλέον, τα ANFAs είναι εκτός των προβλέψεων του Μνημονιακού προγράμματος. Συνεπώς, χωρίς αυτό τον «μποναμά», με τα φυσιολογικά εργαλεία του το πρόγραμμα για άλλη μία φορά αποτυγχάνει τραγικά.


[11] Στην διεθνή βιβλιογραφία οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές έχουν τον εύγλωττο τίτλο «πωλήσεις της πυρκαγιάς» (fire sales). Πρακτικά σημαίνουν ξεπούλημα. Το ελληνικό πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων έχει πέσει έξω για τον απλό λόγο ότι σε συνθήκες ύφεσης και αβεβαιότητας – και επιπλέον οξύτατων ενδο-καπιταλιστικών και ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και τρικλοποδιών – δεν βρίσκονται αγοραστές. Η περίπτωση του φυσικού αερίου (της ΔΕΠΑ) είναι χαρακτηριστική. Θεωρητικά, τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις προβλέπεται ότι θα μειώσουν με μαζικές αποπληρωμές το χρέος και συνεπώς θα οδηγήσουν σε δραστική αποκλιμάκωση του. Όμως ήδη τα προβλεπόμενα έσοδα για το 2013 υπολείπονται κατά περίπου 1.1 δις ευρώ. Γι’ αυτό η κυβέρνηση προχωρά σε σκανδαλώδη ξεπουλήματα με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του ΟΠΑΠ.


[12] Για παράδειγμα, συζητείται η περίπτωση «απειλής» της ΕΕ ότι όσο μέρους του δανείου δεν καλυφθεί σε λογικά επιτόκια από ιδιώτες θα αγορασθεί από ευρωπαϊκό μηχανισμό. Τέτοιοι χειρισμοί, για να συμπιεσθούν τα επιτόκια, έχουν γίνει και αλλού (π.χ. ιταλικό και ισπανικό χρέος). Όμως είναι γνωστό ότι δεν μπορούν να γίνονται συνεχώς και μάλιστα σε αυξανόμενη κλίμακα (για πολλές χώρες).


[13] Η μείωση του γενικού επιπέδου τιμών θα έκανε τα Μνημονιακά προγράμματα λιγότερο δυσβάστακτα για τους εργαζόμενους καθώς θα μπορούσαν να διατηρήσουν τουλάχιστον ένα μέρος του παλιού επιπέδου διαβίωσης τους. Αυτό θα όξυνε λιγότερες την κοινωνική δυσαρέσκεια έναντι των Μνημονίων και ταυτόχρονα θα μείωνε λιγότερο την εσωτερική ζήτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου