Σύντροφοι,
με βάση τη συγκεκριμένη πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη σχετική συνάντηση που είχαμε μαζί σας στις 11/7, θέλουμε να σημειώσουμε ιδιαίτερα τα παρακάτω:
1. Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και οι εξελίξεις ιδιαίτερα στο επίκεντρό της, στην Ευρωζώνη/Ε.Ε. (αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου), δημιουργούν σημαντικές προϋποθέσεις (θα αποδειχτεί αν είναι και επαρκείς) για ένα νέο επαναστατικό κύμα. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε: (α) Οικονομική κρίση που βαθαίνει και χειροτερεύει, όχι μόνο στην «περιφέρεια» αλλά και στις βασικές ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρωζώνης/Ε.Ε. Άγριες επιθέσεις στις κατακτήσεις, το βιοτικό επίπεδο και τις δημοκρατικές ελευθερίες των εργατικών και λαϊκών μαζών, τρομακτική διεύρυνση των ανισοτήτων και εξάπλωση της ανεργίας, φτώχειας, εξαθλίωσης. Αποτυχία των πολιτικών αναχαίτισης της κρίσης (π.χ. Μνημόνια), σταδιακή εξάντληση των μηχανισμών για τη διαχείρισή της και προσφυγή σε πολιτικές «σοκ και δέους» (π.χ. Κύπρος, κούρεμα καταθέσεων), που με τη σειρά τους παροξύνουν τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της Ευρωζώνης/Ε.Ε. και τον ταξικό πόλεμο ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. (β) Πολιτική κρίση, με πολλές διαστάσεις και σε πολλά επίπεδα (π.χ. Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία κ.α.): Αποσταθεροποίηση και αδυνάτισμα των αστικών/«μνημονιακών» δυνάμεων. Θρυμματισμός του αστικού πολιτικού σκηνικού και κρίση του αστικού πολιτικού προσωπικού. Λειτουργία του αστικού καθεστώτος στη βάση ενός επεκτεινόμενου ιδιότυπου/κοινοβουλευτικού (για την ώρα) βοναπαρτισμού, με μικρά και μεγάλα πραξικοπήματα σε όλα τα επίπεδα (κοινοβουλευτικό, θεσμικό, συνταγματικό κ.α.) και μιας αντιδημοκρατικής αναδίπλωσης του αστικού καθεστώτος με τη δημιουργία του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης. Κρίση των βασικών ιδεολογημάτων των αστικών τάξεων, ιδιαίτερα του «ευρωπαϊσμού». (γ) Άνοδος, εξάπλωση και σκλήρυνση των ταξικών αγώνων στην Ευρώπη (π.χ. Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία και εκρηκτική κατάσταση και νέος γύρος κινητοποιήσεων/αγώνων στην Ελλάδα), πτώση κυβερνήσεων υπό το βάρος λαϊκών κινητοποιήσεων (Βουλγαρία, Σλοβενία), μαζική εξάπλωση –μέσα και απ’ αυτούς τους αγώνες– της απόρριψης των «μονόδρομων» του Ευρώ και της Ε.Ε. Ιστορικής κλίμακας εξελίξεις στις αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Τυνησία) και στη γειτονική Τουρκία, που χαρακτηρίζονται από συμμετοχή μεγάλων μαζών με συγκρουσιακά/εξεγερσιακά χαρακτηριστικά.
Όλα τα παραπάνω αφορούν ιδιαίτερα τη χώρα μας, όπου η κρίση έχει λάβει διαστάσεις χρεοκοπίας και κατάρρευσης του ελληνικού καπιταλισμού (που επιδεινώνεται διαρκώς), ανθρωπιστικής κρίσης, μετατροπής της χώρας σε «αποικία χρέους» και ένα είδος σύγχρονου προτεκτοράτου υπό την κηδεμονία Τρόικας–δανειστών–ιμπεριαλιστών, αδυναμίας «σταθεροποίησης» της κατάστασης ακόμα και μετά από τη σωρεία βάρβαρων Μνημονίων και μέτρων (και νέα, πολύ χειρότερα να ακολουθούν), με τη συνεχιζόμενη αποδυνάμωση των αστικών κομμάτων και του «μνημονιακού μπλοκ» (για κάποιες απ’ αυτές τις δυνάμεις, στα όρια της αποσύνθεσης και εξαφάνισης), με την προσφυγή σ’ ένα όλο και πιο τερατώδες Κράτος Έκτακτης Ανάγκης στα όρια μιας διακυβέρνησης δικτατορικού τύπου (π.χ. ΜΑΤ, Επιστρατεύσεις, Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου). Αλλά και μ’ ένα νέο γύρο ταξικών αγώνων και εκρήξεων στον ορίζοντα, όπως φάνηκε μετά το πραξικόπημα Σαμαρά στην ΕΡΤ και τη διάρρηξη/πτώση της τρικομματικής συγκυβέρνησης κάτω από το βάρος των αντιφάσεων αυτής της κατάστασης αλλά και του αγώνα των εργαζομένων στην ΕΡΤ, στους δήμους κ.λπ.
2. Η παραπάνω κατάσταση φέρνει την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης πολύ πιο κοντά απ’ ό,τι σε μια προηγούμενη ολόκληρη περίοδο. Εκτιμούμε ότι οι εξελίξεις σε μια σειρά από χώρες οδηγούν (με άνισο ρυθμό) σε προεπαναστατικές καταστάσεις. Σ’ αυτά τα πλαίσια, το σύνθημα μιας Κυβέρνησης των Εργαζομένων, στηριγμένης στις δυνάμεις και τα όργανα της εργατικής τάξης και των πληβειακών μαζών, είναι ένα απαραίτητο σύνθημα/στόχος, ως η θετική απάντηση/διέξοδος που δίνουν οι επαναστάτες στην πολιτική κρίση και το «πρόβλημα της κυβέρνησης» (ποιος θα υλοποιήσει ένα επείγον πρόγραμμα σωτηρίας από την κρίση), που ανοίγει τον δρόμο για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μιας εξουσίας των εργαζομένων, της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Λύση που έτσι αντιπαρατίθεται στις κοινοβουλευτικές/εκλογικές αυταπάτες, τις οποίες ιδιαίτερα καλλιεργούν οι ρεφορμιστές (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) και το μικροαστικό πρόγραμμά τους.
3. Επομένως, για τους επαναστάτες μαρξιστές και για όλους όσους παλεύουν για τη σοσιαλιστική επανάσταση, τίθεται το επιτακτικό καθηκόν της ισχυροποίησης και συγκέντρωσης των επαναστατικών δυνάμεων, στην κατεύθυνση της οικοδόμησης μαζικών επαναστατικών κομμάτων και της δημιουργίας μιας επαναστατικής Διεθνούς (για το ρεύμα μας μιας επαναστατικής, αναγεννημένης 4ης Διεθνούς), που είναι η βασική έμπρακτη εγγύηση για τη νικηφόρα σύγκρουση των μαζών με την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Όλες οι τακτικές (επέμβαση στο κίνημα και οργάνωση των αγώνων, πολιτική συμμαχιών κ.λπ.) πρέπει καταρχήν και πριν απ’ ότιδήποτε άλλο να υπηρετούν αυτό τον στόχο. Για την Ο.Κ.Δ.Ε., αυτό είναι ένα βασικό κριτήριο με το οποίο ιεραρχούμε –στη βάση προτεραιοτήτων– τις πολιτικές, οργανωτικές και πρακτικές μας επιλογές.
4. Η πρότασή σας για το «Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής» θεωρούμε ότι πάσχει από μια ασάφεια στη διατύπωση του περιεχομένου και των στόχων της. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να συμβάλουμε και εμείς σε ότι αφορά την Κοινή Δράση μέσα στο κίνημα και τους αγώνες. Για την Ο.Κ.Δ.Ε., ένα Σχέδιο Αγώνων (βασισμένο στην οικοδόμηση/ανάπτυξη της ενότητας, των αγώνων, της αυτοοργάνωσης των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας) είναι όρος εκ των ουκ άνευ για την αποτελεσματική ανάπτυξη μιας αντικαπιταλιστικής συνείδησης και πρακτικής σε μαζική κλίμακα, για την αύξηση της επιρροής των επαναστατικών ιδέων και την οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος – που με τη σειρά τους είναι απαραίτητοι όροι για την έμπρακτη αμφισβήτηση και ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, η Κοινή Δράση (με την ευρεία έννοια, δηλ. από κοινού οργάνωση/υποστήριξη κινητοποιήσεων και αγώνων έως και ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών με κινηματικό χαρακτήρα) είναι απαραίτητη και πρέπει να εξεταστούν όλες οι δυνατότητες για την πραγματοποίησή της. Όπως είπαμε και στη συνάντησή μας, ένα από τα βασικά κριτήρια της Ο.Κ.Δ.Ε. για μια τέτοια Κοινή Δράση είναι όσο το δυνατόν αυτή να μην έχει απλά το χαρακτήρα συμπαράταξης ή συντονισμού των ενεργειών κάποιων οργανώσεων, συνδικαλιστικών δυνάμεων κ.λπ. (πολύ περισσότερο εκλογικού χαρακτήρα) αλλά να εμπλέκει ενεργά εργαζόμενους, νέους κ.λπ., οπότε και μπορεί να γίνει εργαλείο για την αλλαγή των σημερινών συσχετισμών προς όφελος των επαναστατικών δυνάμεων. Φυσικά, κάθε τέτοια πρόταση για Κοινή Δράση πρέπει να εξετάζεται συγκεκριμένα και κατά περίπτωση, με βάση αυτά τα κριτήρια.
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά (στα πλαίσια του «Αγωνιστικού Μετώπου Ρήξης–Ανατροπής») τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλίας ενάντια σε Ευρώ/Ε.Ε., η Ο.Κ.Δ.Ε. πιστεύει ότι: (α) Η πάλη για την έξοδο από Ευρώ/Ε.Ε. είναι μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις (δεν είναι από μόνη της και ικανή) για μια διέξοδο από την κρίση προς όφελος της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών. (β) Στο επίπεδο του μαζικού κινήματος, είμαστε υπέρ κάθε πραγματικού προχωρήματος της πάλης γι’ αυτό τον στόχο, ακόμα κι αν μια τέτοια πάλη δεν είναι απαλλαγμένη από ασάφειες και αυταπάτες, ακόμα κι αν δεν συνδέει εξαρχής αυτό τον στόχο με τη σοσιαλιστική επανάσταση και με μια διεθνιστική προοπτική (όχι όμως και άνευ όρων, αν δηλ. είναι υπό την καθοριστική επιρροή αστικών ή αντιδραστικών αντιλήψεων). Επομένως, είμαστε έτοιμοι να συμμετάσχουμε και να συμβάλλουμε σ’ ένα τέτοιο κίνημα, ιδιαίτερα αν έχει μαζικά χαρακτηριστικά και απεύθυνση. (γ) Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τη θέση και στάση των επαναστατών σε μια τέτοια πάλη, θεωρούμε απαραίτητο: 1. Η έξοδος από Ευρώ/Ε.Ε. να μην αφορά μόνο την αποχώρηση της Ελλάδας αλλά να συνδέεται με τον στόχο της διάλυσης της αντιδραστικής, καπιταλιστικής, ιμπεριαλιστικής Ε.Ε. και των μηχανισμών της (που θα ήταν αντικειμενικά ένα προχώρημα της επανάστασης). 2. Να συγκεκριμενοποιείται και να παλεύεται η διεθνιστική αναφορά και προοπτική, είτε σε σχέση με τους σημερινούς αγώνες των μαζών στην Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή, είτε με τον στόχο μιας «Ευρώπης των Εργαζομένων», δηλαδή των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, σαν τη μόνη ιστορικά προοδευτική λύση.
5. Σχετικά με την πρόταση για τη «Μετωπική Πολιτική Συμπόρευση», η οποία αφορά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οργανώσεις της άκρας και επαναστατικής αριστεράς, κομμάτια που –σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό σας– «σπάνε ή θα σπάσουν με το ρεφορμισμό» από ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ (όπως το Σχέδιο Β’), θέλουμε να σημειώσουμε τους εξής προβληματισμούς και απόψεις: (α) Στο βαθμό που το «Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης–Ανατροπής» μπορεί (υπό προϋποθέσεις) να συμπεριλάβει ένα αρκετά ευρύ πεδίο κοινής δράσης, συνεργασίας μέσα στο κίνημα, πολιτικών πρωτοβουλιών με κινηματικό χαρακτήρα κ.λπ., δεν είναι σαφές σε ποιες μορφές μπορεί ν’ αποκρυσταλλωθεί συγκεκριμένα αυτή η «Συμπόρευση». Αν υποθέσουμε ότι γίνεται εφικτή μια σειρά κοινών δράσεων, πρωτοβουλιών κ.λπ. στο κίνημα (στα πλαίσια του «Αγωνιστικού Μετώπου Ρήξης–Ανατροπής»), απομένει ουσιαστικά μόνο η «κεντρική» εμφάνιση της «Συμπόρευσης» αυτών των δυνάμεων, π.χ. σε εκλογικές αναμετρήσεις; Κάτι τέτοιο πιστεύουμε θα ήταν τουλάχιστον προβληματικό (βλ. παρακάτω). Ή μόνο ο συντονισμός ενός διαλόγου ανάμεσα σ’ αυτές τις δυνάμεις; (β) Το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων στις οποίες απευθύνεται η «Μετωπική Πολιτική Συμπόρευση» χαρακτηρίζεται από σημαντική ετερογένεια. Όχι μόνο ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά και σε σχέση με το πως αυτές αντιμετωπίζουν το μαζικό κίνημα (αγώνες, συνδικάτα, μορφές αυτοοργάνωσης της τάξης κ.λπ.), την επέμβαση σ’ αυτό, τις σχέσεις τους με τους εργαζόμενους κ.λπ. Πιστεύουμε, έτσι, πως είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν αυτή την στιγμή μπορεί να υπάρξει ένα «μετωπικό πολιτικό σχέδιο» που να συμπεριλαμβάνει/ενώνει όλα αυτά τα κομμάτια και ταυτόχρονα να μην εκθέτει τις επαναστατικές δυνάμεις (προγραμματικά, πολιτικά, πρακτικά) τουλάχιστον σε σοβαρότατους κινδύνους. Τα όποια αποτελέσματα μιας τέτοιας απόπειρας θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολα και επισφαλή. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε μια ήδη επαρκή ενίσχυση, συγκέντρωση και συνοχή των επαναστατικών δυνάμεων, ώστε να μπορούν να ηγεμονεύσουν στην κίνηση αυτού του φάσματος δυνάμεων ως συνόλου. Πράγμα που σήμερα δεν υπάρχει και που, επομένως, θα πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση, ο κίνδυνος το όποιο «μέτωπο» (και στο όνομα αυτού) να εξελιχθεί σε δορυφοριοποίηση γύρω από ρεφορμιστικές πολιτικές και πρακτικές ή στην ανοχή τους στο όνομα μιας κακώς νοούμενης «ενότητας», είναι πραγματικά πολύ σοβαρός. Όπως άλλωστε δείχνουν πολλά παραδείγματα από την ευρωπαϊκή εμπειρία, αλλά και την ελληνική, όπου υπήρξε πολιτική (και όχι μόνο) διάλυση επαναστατικών/αντικαπιταλιστικών δυνάμεων και οργανώσεων στο όνομα της απεύθυνσης σ’ ένα κατά πολύ ευρύτερο ακροατήριο, της υποτιθέμενης αφομοίωσής του σ’ ένα «ευρύτερο μετωπικό σχέδιο», του «συντομότερου δρόμου», της αντιμετώπισης αποτελεσματικά «της δεξιάς ή των δεξιών πολιτικών», της εγκατάλειψης «του σεχταρισμού, του απομονωτισμού και της δήθεν καθαρότητας» κ.λπ. (γ) Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω δεν αποκλείουν τη συνέχεια της συζήτησης πάνω σε τέτοιες μετωπικές πολιτικές πρωτοβουλίες και μορφές, μ’ ένα βασικό κριτήριο: πρέπει ν’ αφορούν δυνάμεις με πραγματική σχέση με το κίνημα και τους αγώνες και όχι απλά τη συγκέντρωση προσωπικοτήτων.
Με βάση τα παραπάνω, η Ο.Κ.Δ.Ε. θα τοποθετηθεί συγκεκριμένα σε κάθε πρόταση για μια τέτοια «μετωπική πολιτική συμπόρευση».
Στην παραπέρα οργάνωση του διαλόγου και της κοινής δράσης των αντικαπιταλιστικών/επαναστατικών δυνάμεων, η Ο.Κ.Δ.Ε. θα συμβάλλει με τις θέσεις και την πρακτική της, με κριτήριο την ανάγκη να ξεκαθαριστούν τα σημερινά καίρια ζητήματα επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής.
Με συντροφικούς χαιρετισμούς,
με βάση τη συγκεκριμένη πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη σχετική συνάντηση που είχαμε μαζί σας στις 11/7, θέλουμε να σημειώσουμε ιδιαίτερα τα παρακάτω:
1. Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και οι εξελίξεις ιδιαίτερα στο επίκεντρό της, στην Ευρωζώνη/Ε.Ε. (αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου), δημιουργούν σημαντικές προϋποθέσεις (θα αποδειχτεί αν είναι και επαρκείς) για ένα νέο επαναστατικό κύμα. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε: (α) Οικονομική κρίση που βαθαίνει και χειροτερεύει, όχι μόνο στην «περιφέρεια» αλλά και στις βασικές ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρωζώνης/Ε.Ε. Άγριες επιθέσεις στις κατακτήσεις, το βιοτικό επίπεδο και τις δημοκρατικές ελευθερίες των εργατικών και λαϊκών μαζών, τρομακτική διεύρυνση των ανισοτήτων και εξάπλωση της ανεργίας, φτώχειας, εξαθλίωσης. Αποτυχία των πολιτικών αναχαίτισης της κρίσης (π.χ. Μνημόνια), σταδιακή εξάντληση των μηχανισμών για τη διαχείρισή της και προσφυγή σε πολιτικές «σοκ και δέους» (π.χ. Κύπρος, κούρεμα καταθέσεων), που με τη σειρά τους παροξύνουν τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της Ευρωζώνης/Ε.Ε. και τον ταξικό πόλεμο ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. (β) Πολιτική κρίση, με πολλές διαστάσεις και σε πολλά επίπεδα (π.χ. Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία κ.α.): Αποσταθεροποίηση και αδυνάτισμα των αστικών/«μνημονιακών» δυνάμεων. Θρυμματισμός του αστικού πολιτικού σκηνικού και κρίση του αστικού πολιτικού προσωπικού. Λειτουργία του αστικού καθεστώτος στη βάση ενός επεκτεινόμενου ιδιότυπου/κοινοβουλευτικού (για την ώρα) βοναπαρτισμού, με μικρά και μεγάλα πραξικοπήματα σε όλα τα επίπεδα (κοινοβουλευτικό, θεσμικό, συνταγματικό κ.α.) και μιας αντιδημοκρατικής αναδίπλωσης του αστικού καθεστώτος με τη δημιουργία του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης. Κρίση των βασικών ιδεολογημάτων των αστικών τάξεων, ιδιαίτερα του «ευρωπαϊσμού». (γ) Άνοδος, εξάπλωση και σκλήρυνση των ταξικών αγώνων στην Ευρώπη (π.χ. Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία και εκρηκτική κατάσταση και νέος γύρος κινητοποιήσεων/αγώνων στην Ελλάδα), πτώση κυβερνήσεων υπό το βάρος λαϊκών κινητοποιήσεων (Βουλγαρία, Σλοβενία), μαζική εξάπλωση –μέσα και απ’ αυτούς τους αγώνες– της απόρριψης των «μονόδρομων» του Ευρώ και της Ε.Ε. Ιστορικής κλίμακας εξελίξεις στις αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Τυνησία) και στη γειτονική Τουρκία, που χαρακτηρίζονται από συμμετοχή μεγάλων μαζών με συγκρουσιακά/εξεγερσιακά χαρακτηριστικά.
Όλα τα παραπάνω αφορούν ιδιαίτερα τη χώρα μας, όπου η κρίση έχει λάβει διαστάσεις χρεοκοπίας και κατάρρευσης του ελληνικού καπιταλισμού (που επιδεινώνεται διαρκώς), ανθρωπιστικής κρίσης, μετατροπής της χώρας σε «αποικία χρέους» και ένα είδος σύγχρονου προτεκτοράτου υπό την κηδεμονία Τρόικας–δανειστών–ιμπεριαλιστών, αδυναμίας «σταθεροποίησης» της κατάστασης ακόμα και μετά από τη σωρεία βάρβαρων Μνημονίων και μέτρων (και νέα, πολύ χειρότερα να ακολουθούν), με τη συνεχιζόμενη αποδυνάμωση των αστικών κομμάτων και του «μνημονιακού μπλοκ» (για κάποιες απ’ αυτές τις δυνάμεις, στα όρια της αποσύνθεσης και εξαφάνισης), με την προσφυγή σ’ ένα όλο και πιο τερατώδες Κράτος Έκτακτης Ανάγκης στα όρια μιας διακυβέρνησης δικτατορικού τύπου (π.χ. ΜΑΤ, Επιστρατεύσεις, Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου). Αλλά και μ’ ένα νέο γύρο ταξικών αγώνων και εκρήξεων στον ορίζοντα, όπως φάνηκε μετά το πραξικόπημα Σαμαρά στην ΕΡΤ και τη διάρρηξη/πτώση της τρικομματικής συγκυβέρνησης κάτω από το βάρος των αντιφάσεων αυτής της κατάστασης αλλά και του αγώνα των εργαζομένων στην ΕΡΤ, στους δήμους κ.λπ.
2. Η παραπάνω κατάσταση φέρνει την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης πολύ πιο κοντά απ’ ό,τι σε μια προηγούμενη ολόκληρη περίοδο. Εκτιμούμε ότι οι εξελίξεις σε μια σειρά από χώρες οδηγούν (με άνισο ρυθμό) σε προεπαναστατικές καταστάσεις. Σ’ αυτά τα πλαίσια, το σύνθημα μιας Κυβέρνησης των Εργαζομένων, στηριγμένης στις δυνάμεις και τα όργανα της εργατικής τάξης και των πληβειακών μαζών, είναι ένα απαραίτητο σύνθημα/στόχος, ως η θετική απάντηση/διέξοδος που δίνουν οι επαναστάτες στην πολιτική κρίση και το «πρόβλημα της κυβέρνησης» (ποιος θα υλοποιήσει ένα επείγον πρόγραμμα σωτηρίας από την κρίση), που ανοίγει τον δρόμο για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μιας εξουσίας των εργαζομένων, της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Λύση που έτσι αντιπαρατίθεται στις κοινοβουλευτικές/εκλογικές αυταπάτες, τις οποίες ιδιαίτερα καλλιεργούν οι ρεφορμιστές (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) και το μικροαστικό πρόγραμμά τους.
3. Επομένως, για τους επαναστάτες μαρξιστές και για όλους όσους παλεύουν για τη σοσιαλιστική επανάσταση, τίθεται το επιτακτικό καθηκόν της ισχυροποίησης και συγκέντρωσης των επαναστατικών δυνάμεων, στην κατεύθυνση της οικοδόμησης μαζικών επαναστατικών κομμάτων και της δημιουργίας μιας επαναστατικής Διεθνούς (για το ρεύμα μας μιας επαναστατικής, αναγεννημένης 4ης Διεθνούς), που είναι η βασική έμπρακτη εγγύηση για τη νικηφόρα σύγκρουση των μαζών με την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Όλες οι τακτικές (επέμβαση στο κίνημα και οργάνωση των αγώνων, πολιτική συμμαχιών κ.λπ.) πρέπει καταρχήν και πριν απ’ ότιδήποτε άλλο να υπηρετούν αυτό τον στόχο. Για την Ο.Κ.Δ.Ε., αυτό είναι ένα βασικό κριτήριο με το οποίο ιεραρχούμε –στη βάση προτεραιοτήτων– τις πολιτικές, οργανωτικές και πρακτικές μας επιλογές.
4. Η πρότασή σας για το «Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής» θεωρούμε ότι πάσχει από μια ασάφεια στη διατύπωση του περιεχομένου και των στόχων της. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να συμβάλουμε και εμείς σε ότι αφορά την Κοινή Δράση μέσα στο κίνημα και τους αγώνες. Για την Ο.Κ.Δ.Ε., ένα Σχέδιο Αγώνων (βασισμένο στην οικοδόμηση/ανάπτυξη της ενότητας, των αγώνων, της αυτοοργάνωσης των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας) είναι όρος εκ των ουκ άνευ για την αποτελεσματική ανάπτυξη μιας αντικαπιταλιστικής συνείδησης και πρακτικής σε μαζική κλίμακα, για την αύξηση της επιρροής των επαναστατικών ιδέων και την οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος – που με τη σειρά τους είναι απαραίτητοι όροι για την έμπρακτη αμφισβήτηση και ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, η Κοινή Δράση (με την ευρεία έννοια, δηλ. από κοινού οργάνωση/υποστήριξη κινητοποιήσεων και αγώνων έως και ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών με κινηματικό χαρακτήρα) είναι απαραίτητη και πρέπει να εξεταστούν όλες οι δυνατότητες για την πραγματοποίησή της. Όπως είπαμε και στη συνάντησή μας, ένα από τα βασικά κριτήρια της Ο.Κ.Δ.Ε. για μια τέτοια Κοινή Δράση είναι όσο το δυνατόν αυτή να μην έχει απλά το χαρακτήρα συμπαράταξης ή συντονισμού των ενεργειών κάποιων οργανώσεων, συνδικαλιστικών δυνάμεων κ.λπ. (πολύ περισσότερο εκλογικού χαρακτήρα) αλλά να εμπλέκει ενεργά εργαζόμενους, νέους κ.λπ., οπότε και μπορεί να γίνει εργαλείο για την αλλαγή των σημερινών συσχετισμών προς όφελος των επαναστατικών δυνάμεων. Φυσικά, κάθε τέτοια πρόταση για Κοινή Δράση πρέπει να εξετάζεται συγκεκριμένα και κατά περίπτωση, με βάση αυτά τα κριτήρια.
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά (στα πλαίσια του «Αγωνιστικού Μετώπου Ρήξης–Ανατροπής») τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλίας ενάντια σε Ευρώ/Ε.Ε., η Ο.Κ.Δ.Ε. πιστεύει ότι: (α) Η πάλη για την έξοδο από Ευρώ/Ε.Ε. είναι μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις (δεν είναι από μόνη της και ικανή) για μια διέξοδο από την κρίση προς όφελος της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών. (β) Στο επίπεδο του μαζικού κινήματος, είμαστε υπέρ κάθε πραγματικού προχωρήματος της πάλης γι’ αυτό τον στόχο, ακόμα κι αν μια τέτοια πάλη δεν είναι απαλλαγμένη από ασάφειες και αυταπάτες, ακόμα κι αν δεν συνδέει εξαρχής αυτό τον στόχο με τη σοσιαλιστική επανάσταση και με μια διεθνιστική προοπτική (όχι όμως και άνευ όρων, αν δηλ. είναι υπό την καθοριστική επιρροή αστικών ή αντιδραστικών αντιλήψεων). Επομένως, είμαστε έτοιμοι να συμμετάσχουμε και να συμβάλλουμε σ’ ένα τέτοιο κίνημα, ιδιαίτερα αν έχει μαζικά χαρακτηριστικά και απεύθυνση. (γ) Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τη θέση και στάση των επαναστατών σε μια τέτοια πάλη, θεωρούμε απαραίτητο: 1. Η έξοδος από Ευρώ/Ε.Ε. να μην αφορά μόνο την αποχώρηση της Ελλάδας αλλά να συνδέεται με τον στόχο της διάλυσης της αντιδραστικής, καπιταλιστικής, ιμπεριαλιστικής Ε.Ε. και των μηχανισμών της (που θα ήταν αντικειμενικά ένα προχώρημα της επανάστασης). 2. Να συγκεκριμενοποιείται και να παλεύεται η διεθνιστική αναφορά και προοπτική, είτε σε σχέση με τους σημερινούς αγώνες των μαζών στην Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή, είτε με τον στόχο μιας «Ευρώπης των Εργαζομένων», δηλαδή των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, σαν τη μόνη ιστορικά προοδευτική λύση.
5. Σχετικά με την πρόταση για τη «Μετωπική Πολιτική Συμπόρευση», η οποία αφορά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οργανώσεις της άκρας και επαναστατικής αριστεράς, κομμάτια που –σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό σας– «σπάνε ή θα σπάσουν με το ρεφορμισμό» από ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ (όπως το Σχέδιο Β’), θέλουμε να σημειώσουμε τους εξής προβληματισμούς και απόψεις: (α) Στο βαθμό που το «Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης–Ανατροπής» μπορεί (υπό προϋποθέσεις) να συμπεριλάβει ένα αρκετά ευρύ πεδίο κοινής δράσης, συνεργασίας μέσα στο κίνημα, πολιτικών πρωτοβουλιών με κινηματικό χαρακτήρα κ.λπ., δεν είναι σαφές σε ποιες μορφές μπορεί ν’ αποκρυσταλλωθεί συγκεκριμένα αυτή η «Συμπόρευση». Αν υποθέσουμε ότι γίνεται εφικτή μια σειρά κοινών δράσεων, πρωτοβουλιών κ.λπ. στο κίνημα (στα πλαίσια του «Αγωνιστικού Μετώπου Ρήξης–Ανατροπής»), απομένει ουσιαστικά μόνο η «κεντρική» εμφάνιση της «Συμπόρευσης» αυτών των δυνάμεων, π.χ. σε εκλογικές αναμετρήσεις; Κάτι τέτοιο πιστεύουμε θα ήταν τουλάχιστον προβληματικό (βλ. παρακάτω). Ή μόνο ο συντονισμός ενός διαλόγου ανάμεσα σ’ αυτές τις δυνάμεις; (β) Το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων στις οποίες απευθύνεται η «Μετωπική Πολιτική Συμπόρευση» χαρακτηρίζεται από σημαντική ετερογένεια. Όχι μόνο ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά και σε σχέση με το πως αυτές αντιμετωπίζουν το μαζικό κίνημα (αγώνες, συνδικάτα, μορφές αυτοοργάνωσης της τάξης κ.λπ.), την επέμβαση σ’ αυτό, τις σχέσεις τους με τους εργαζόμενους κ.λπ. Πιστεύουμε, έτσι, πως είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν αυτή την στιγμή μπορεί να υπάρξει ένα «μετωπικό πολιτικό σχέδιο» που να συμπεριλαμβάνει/ενώνει όλα αυτά τα κομμάτια και ταυτόχρονα να μην εκθέτει τις επαναστατικές δυνάμεις (προγραμματικά, πολιτικά, πρακτικά) τουλάχιστον σε σοβαρότατους κινδύνους. Τα όποια αποτελέσματα μιας τέτοιας απόπειρας θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολα και επισφαλή. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε μια ήδη επαρκή ενίσχυση, συγκέντρωση και συνοχή των επαναστατικών δυνάμεων, ώστε να μπορούν να ηγεμονεύσουν στην κίνηση αυτού του φάσματος δυνάμεων ως συνόλου. Πράγμα που σήμερα δεν υπάρχει και που, επομένως, θα πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση, ο κίνδυνος το όποιο «μέτωπο» (και στο όνομα αυτού) να εξελιχθεί σε δορυφοριοποίηση γύρω από ρεφορμιστικές πολιτικές και πρακτικές ή στην ανοχή τους στο όνομα μιας κακώς νοούμενης «ενότητας», είναι πραγματικά πολύ σοβαρός. Όπως άλλωστε δείχνουν πολλά παραδείγματα από την ευρωπαϊκή εμπειρία, αλλά και την ελληνική, όπου υπήρξε πολιτική (και όχι μόνο) διάλυση επαναστατικών/αντικαπιταλιστικών δυνάμεων και οργανώσεων στο όνομα της απεύθυνσης σ’ ένα κατά πολύ ευρύτερο ακροατήριο, της υποτιθέμενης αφομοίωσής του σ’ ένα «ευρύτερο μετωπικό σχέδιο», του «συντομότερου δρόμου», της αντιμετώπισης αποτελεσματικά «της δεξιάς ή των δεξιών πολιτικών», της εγκατάλειψης «του σεχταρισμού, του απομονωτισμού και της δήθεν καθαρότητας» κ.λπ. (γ) Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω δεν αποκλείουν τη συνέχεια της συζήτησης πάνω σε τέτοιες μετωπικές πολιτικές πρωτοβουλίες και μορφές, μ’ ένα βασικό κριτήριο: πρέπει ν’ αφορούν δυνάμεις με πραγματική σχέση με το κίνημα και τους αγώνες και όχι απλά τη συγκέντρωση προσωπικοτήτων.
Με βάση τα παραπάνω, η Ο.Κ.Δ.Ε. θα τοποθετηθεί συγκεκριμένα σε κάθε πρόταση για μια τέτοια «μετωπική πολιτική συμπόρευση».
Στην παραπέρα οργάνωση του διαλόγου και της κοινής δράσης των αντικαπιταλιστικών/επαναστατικών δυνάμεων, η Ο.Κ.Δ.Ε. θα συμβάλλει με τις θέσεις και την πρακτική της, με κριτήριο την ανάγκη να ξεκαθαριστούν τα σημερινά καίρια ζητήματα επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής.
Με συντροφικούς χαιρετισμούς,
Αθήνα, 14.7.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου