Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ για μια ευρωπαϊκή προοπτική



Αντιμνημονιακή πολιτική με καπιταλισμό;

 

Πέραν όλων των άλλων, οι εκλογές της 6ης Μάη του 2012 απέδειξαν πόσο σκάρτος ήταν ο «αντιμνημονιακός» χυλός που είχε δημιουργηθεί πολύ πριν τις εκλογές. Εξαιρώντας τους νεοναζί, με τους οποίους κανένας δεν συζητά, σαν «αντιμνημονιακοί» εμφανίζονταν ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ, το κόμμα του Καμμένου, οι Οικολόγοι-Πράσινοι, διάφοροι σχηματισμοί της λεγόμενης άκρας ή ριζοσπαστικής Αριστεράς και διάφορα μορφώματα που σχηματίστηκαν την τελευταία διετία (Δεν Πληρώνω, ΕΠΑΜ, Σπίθα κ.λπ.). Ο Περισσός ήταν μεν ενάντια στο Μνημόνιο, όμως δήλωνε πως είναι αντικαπιταλιστική και όχι αντιμνημονιακή δύναμη, τραβώντας το δικό του ξεχωριστό δρόμο στην αστική πολιτική.



Ολοι αυτοί οι «αντιμνημονιακοί» δεν μπορούν να συνεννοηθούν και να φτιάξουν κυβέρνηση, υπολογίζοντας στην ανοχή έστω άλλων αστικών κομμάτων. Πώς να συνεννοηθούν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΔΗΜΑΡ με το κόμμα του ακροδεξιού Καμμένου; Και οι μεν και ο δε θα δέχονταν τεράστιο πολιτικό πλήγμα αν δοκίμαζαν να συγκυβερνήσουν. Γιατί πέρα από την αντιμνημονιακή ρητορική υπάρχει η ουσία της πολιτικής. Ο Καμμένος εμφανίζεται σαν αντιμνημονιακός από μια καθαρά εθνικιστική σκοπιά, ενώ ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ αποτελούν πολιτικές εκφράσεις της λεγόμενης αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Κι όμως, μέχρι πρότινος, ο «αντιμνημονιακός» χυλός σκέπαζε τα πάντα.
 
Από κοινωνική άποψη, αυτός ο «αντιμνημονιακός» χυλός εκφράστηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στη διάρκεια του λεγόμενου «κινήματος των αγανακτισμένων», πριν από ένα χρόνο. Με σύμβολο την ελληνική σημαία και διάφορα πολύχρωμα πλακάτ, με βασικό σύνθημα το «πάρτε το μνημόνιο και φύγετ’ από ‘δω» και με ιδεολογικό ιστό το «όχι κόμματα - όχι βία», αυτό το κίνημα υπήρξε ο πρόδρομος του εκλογικού αποτελέσματος της 6ης Μάη, που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ με περίπου 17% στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον Κουβέλη εντός Βουλής με 6% και τους Οικολόγους μια ανάσα πριν το 3%. Προσθέτοντας στο 23% των ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ το 8,5% του Περισσού και τα ποσοστά εκείνων που έμειναν εκτός Βουλής ελέω εκλογικού νόμου, φτάνουμε σ’ ένα εντυπωσιακό 36,5% της «Αριστεράς», εκλογικό ποσοστό που ουδέποτε εχει καταγραφεί στα ελληνικά κοινοβουλευτικά χρονικά.
 
Αυτό το άθροισμα φούσκωσε τα πανιά του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διεξήγαγε όλη την προεκλογική του εκστρατεία με βασικό σύνθημα «είναι ρεαλιστικός στόχος η κυβέρνηση της Αριστεράς». Καθώς όλα τα κόμματα έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους τις επόμενες εκλογές (δεδομένου ότι τα νούμερα σ’ αυτή τη Βουλή δε βγαίνουν για κανένα συνδυασμό συνεργασιών), εκμεταλλευόμενος και το γεγονός ότι πήρε τη δεύτερη διερευνητική εντολή για το σχηματισμό κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ εξαπέλυσε, μέσω του Τσίπρα και των στελεχών του που έπιασαν στασίδι στα κανάλια, μια ακόμα πιο εκκωφαντική εκστρατεία υπέρ του «ρεαλιστικού στόχου για κυβέρνηση της Αριστεράς».
 
Αφήνοντας στην άκρη το ύπουλο πολιτικό παιχνίδι που παίζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να «ξεψειρίσει» τον Περισσό, τον Κουβέλη, τους Οικολόγους και τους μικρότερους σχηματισμούς στις επόμενες εκλογές, ας θεωρήσουμε πως είναι όντως ρεαλιστικός στόχος η «κυβέρνηση της Αριστεράς». Ας το διευρύνουμε κιόλας: είναι ρεαλιστικός στόχος μια «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση. Με δεδομένο το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μάη και άγνωστες τις τάσεις που θα διαμορφωθούν στο καταταλαιπωρημένο και απηυδισμένο εκλογικό σώμα ενόψει των επόμενων εκλογών, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε a pri-ori μια τέτοια προοπτική.
 
Το ουσιαστικό ερώτημα, όμως, δεν είναι αν μπορεί να σχηματιστεί μια «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση, αλλά τι πολιτική θ’ ακολουθήσει αυτή η κυβέρνηση. Μπορεί να υπάρξει «αντιμνημονιακή» πολιτική μέσα στον καπιταλισμό, με σεβασμό στις διεθνείς δεσμεύσεις της αστικής Ελλάδας και ιδιαίτερα στις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και την Ευρωζώνη;
 
Ο Κουβέλης προεκλογικά ήταν σαφέστατος: δεν ρισκάρουμε με τίποτα τη συμμετοχή στην ΕΕ και την Ευρωζώνη και θα σεβαστούμε όλες τις διεθνείς συμβάσεις της χώρας. Και τη δανειακή σύμβαση, την οποία θα προσπαθήσουμε βαθμιαία να τροποποιήσουμε. Μετεκλογικά, βέβαια, σκλήρυνε λίγο τη φρασεολογία του ως προς το Μνημόνιο, μιλώντας κι αυτός για αναδιαπραγμάτευση, αφού πρώτα είχε μιλήσει για το ίδιο ο Σαμαράς. Ως εκεί, όμως. Ούτε βήμα παραπέρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης ήταν κάθετος: δεν διακυβεύουμε τη θέση της χώρας στην ΕΕ και το ευρώ. Κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, δήθεν αντικαπιταλιστικές και αντι-ΕΕ, απλά έκαναν πακέτο τις παλαιότερες διακηρύξεις τους και τις έβαλαν στο σεντούκι. Αλλωστε, τον τόνο στην προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν τον έδιναν η ΚΟΕ, η ΔΕΑ και ο Λαφαζάνης, αλλά ο Τσίπρας, ο Παπαδημούλης, ο Δραγασάκης, η Δούρου και οι λοιποί ευρωλάγνοι.
 
Πώς, λοιπόν, θα υπάρξει έξοδος από το Μνημόνιο μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη; Τα παραμύθια του Τσίπρα, ότι θα πάει στις Βρυξέλλες, θα χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι και θα πει στη Μέρκελ και τους υπόλοιπους ότι αυτή είναι η θέληση του ελληνικού λαού, κι αυτοί θα δεχτούν αυτή τη θέληση, γιατί θα φοβηθούν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, προκάλεσαν θυμηδία κατά την προεκλογική περίοδο, αν και –κρίνοντας εκ του αποτελέσματος– ίσως αυτά τα παραμύθια να έπαιξαν κάποιο ρόλο στο παραζαλισμένο και ηττημένο εκλογικό σώμα. Γεγονός είναι ότι και μετεκλογικά ο Τσίπρας επαναλαμβάνει το ίδιο παραμύθι, με κάπως βελτιωμένο τρόπο. Δεν μιλάει μεν για το «αρνητικό υπερόπλο», που μιλούσε προεκλογικά, όμως στη συνέντευξη που έδωσε στην ιταλική La Stampa, μια μέρα μετά τις εκλογές, απαντώντας στο ερώτημα «αν η Ευρώπη αρνηθεί να σας ικανοποιήσει, θα βγείτε από το ευρώ;», προτίμησε να μην απαντήσει επί της ουσίας, αλλά να επανέλθει στο δημαγωγικό παραμύθι: «Εχουμε ένα εξαιρετικό όπλο. Το έχει αναγνωρίσει, πλέον, και η Ανγκελα Μέρκελ: όταν πληγεί ένας στόχος, οι αγορές αναζητούν αμέσως το επόμενο. Πρόκειται για ευρωπαϊκή κρίση και ξεπερνιέται μόνο με ευρωπαϊκή λύση. Είναι ο λόγος για τον οποίο ζητήσαμε μια σύνοδο της Ενωσης, αφιερωμένη στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Δεν βλέπετε ότι το μνημόνιο απέτυχε εντελώς, ότι εμείς οι Ελληνες δεν καταφέρνουμε να βγούμε από αυτή την τρομερή ύφεση; Οπου και αν πήγε να προτείνει τις συνταγές του, το ΔΝΤ προκάλεσε μόνο ζημιές και χρεοκοπίες». Τι είπε ο Τσίπρας; Οτι όλα θα λυθούν σε μια σύνοδο κορυφής της ΕΕ, όπου προφανώς ο Τσίπρας θα πείσει τη Μέρκελ, τον Ολάντ, τον Μόντι, τον Γιούνκερ, τον Ραχόι, τον Κοέλιο και όλους τους άλλους πως κατέχει τη μαγική συνταγή! Και τι θα γίνει αν δεν τους πείσει; Το γεγονός ότι δεν απάντησε στο ευθύ ερώτημα της ιταλίδας δημοσιογράφου ισοδυναμεί με την εξής απάντηση: δε θα ρισκάρουμε τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ και στο ευρώ. Πάντως, το «εξαιρετικό όπλο» (το οποίο ακόμα δεν έχουμε καταλάβει ποιο ακριβώς είναι) θυμίζει το «γεμάτο περίστροφο» που θα έβαζε ο Παπανδρέου στο τραπέζι και θα τρόμαζε τις «αγορές»! Τη συνέχεια του παπανδρεϊκού παραμυθιού την ξέρουμε. Του τσιπραίικου ίσως δεν τη μάθουμε ποτέ. Επί του παρόντος, ας κρατήσουμε τη φράση του Τσίπρα ότι «πρόκειται για ευρωπαϊκή κρίση και ξεπερνιέται μόνο με ευρωπαϊκή λύση», γιατί περιέχει όλο το ζουμί και θα χρειαστεί να επανέλθουμε παρακάτω.
 
Τι είναι, όμως, το Μνημόνιο; Είναι απλά μια πολιτική διαχείρισης του κρατικού χρέους, όπως την παρουσιάζουν ο Τσίπρας με τον μέντορά του Δραγασάκη; Ή είναι μια πολιτική διαχείρισης της κρίσης εκ μέρους της κεφαλαιοκρατίας, η οποία έχει στο κέντρο της αυτό που εμείς ονομάσαμε «κινεζοποίηση» του προλεταριάτου, δηλαδή το ρίξιμο της τιμής της εργατικής δύναμης στα τάρταρα (που σημαίνει ισοδύναμη αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης), έτσι που το κεφάλαιο να μπορεί να βγάζει απόλυτη υπεραξία και να εξισορροπεί τις απώλειες κερδών που προκαλεί η μείωση της κατανάλωσης και της παραγωγής; Επ’ αυτού, συστήνουμε να μελετηθεί το σχόλιο που υπάρχει στη σελίδα 13 αυτού του φύλλου και αναφέρεται σε μια πρόσφατη ομιλία της Κριστίν Λαγκάρντ σε ελβετικό πανεπιστήμιο. Οι ΣΥΡΙΖΑίοι και λοιποί «αντιμνημονιακοί» παρουσιάζουν τα πράγματα σαν να είναι δυνατόν, χωρίς να θιγεί ο καπιταλισμός, χωρίς να διασαλευτούν οι σχέσεις με την ΕΕ και την Ευρωζώνη, να υπάρξει μια ειδυλλιακή έξοδος από το Μνημόνιο και τις πολιτικές που το συνοδεύουν. Λες και το Μνημόνιο ήταν απλά μια πολιτική επιλογή ανάμεσα σε πολλές άλλες και επομένως πολιτική επιλογή είναι και η καταγγελία του.
 
Μπορεί να λειτουργήσει ο ελληνικός καπιταλισμός, στις συνθήκες της κρίσης, χωρίς το Μνημόνιο; Υπάρχει διεθνές δικαστήριο που να χαρακτηρίσει «επαχθές» το ελληνικό κρατικό χρέος που πλέον στο μεγαλύτερο ποσοστό του δεν είναι χρέος προς ιδιώτες, αλλά προς τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ, ενώ το χρέος προς τους ιδιώτες έχει ήδη «κουρευτεί» σε ποσοστό 50%; Οι συμφωνίες αυτές (οι δανειακές συμβάσεις με ΕΕ και ΔΝΤ και το PSI) έχουν εγκριθεί από την ελληνική Βουλή και είναι δεμένες με ισχυρότατες νομικές ρήτρες. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να λες ότι μέσα στο πλαίσιο του λεγόμενου διεθνούς δικαίου θα μπορέσεις να καταγγείλεις αυτές τις δανειακές συμβάσεις, χωρίς ν’ ανοίξει μύτη; Πώς λες ότι θα καταγγείλεις το Μνημόνιο και θα παραμείνεις μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης, όταν το ελληνικό κράτος έχει δανειστεί λεφτά από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη; Εχεις μήπως να τα επιστρέψεις μια κι έξω ή δε θα τ’ αναγνωρίσεις; Σ’ αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα ο ΣΥΡΙΖΑ και οι λοιποί «αντιμνημονιακοί» δε δίνουν καμιά απάντηση. Και δε δίνουν, γιατί απλά ξέρουν ότι το πολύ που μπορούν να ελπίζουν είναι κάποια βελτίωση στους όρους αποπληρωμής του νέου χρέους (αυτό, άλλωστε, έχει γίνει δυο φορές μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημόνιου) και όχι σε αλλαγή των όρων του «προγράμματος».
 
Βεβαίως και μπορεί να γίνει μονομερής διαγραφή του χρέους, όμως αυτή μπορεί να την κάνει μόνο ένα επαναστατικό κράτος και όχι ένα κράτος-μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Οπως έκαναν οι Μπολσεβίκοι το 1917, μετά τη νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση. Τι λέει, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ επ’ αυτού; Αλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε: «Δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για να διερευνήσει το επαχθές του δημόσιου χρέους, μορατόριουμ στην αποπληρωμή του και διεκδίκηση δίκαιης και βιώσιμης ευρωπαϊκής λύσης». Η «Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου» είναι μια μπούρδα που προορίζεται για προεκλογική κατανάλωση. Οποιο συμπέρασμα και να βγάλει μια τέτοια Επιτροπή θα πρέπει να τεθεί στην κρίση κάποιων διεθνών δικαστηρίων. Στο μεταξύ τι γίνεται; Από ποιον θα ζητηθεί το «μορατόριουμ στην αποπληρωμή»; Από τα ευρωενωσίτικα όργανα! Πώς θα βρεθεί «δίκαιη και βιώσιμη ευρωπαϊκή λύση»; Μέσα στα ευρωενωσίτικα όργανα! Ολόκληρο το «σχέδιο» του ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει μόλις τεθεί υπό το φως των πραγματικών δεδομένων. Αντέχει μόνο στους μονολόγους των προεκλογικών μπαλκονιών.
 
Ομως, δεν χρειάζεται καν ν’ ανατρέξουμε σε θεωρητική ανάλυση για να δούμε τι πρόκειται να κάνει μια «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση, η οποία ούτε τον καπιταλισμό θ’ ανατρέψει ούτε τις σχέσεις της αστικής Ελλάδας με την ΕΕ και την Ευρωζώνη θα διαταράξει. Μια σύντομη ανασκόπηση της δήλωσης που έκανε ο Τσίπρας το βράδυ της 6ης Μάη, μέσα στο πανηγυρικό κλίμα της μεγάλης εκλογικής νίκης, θα μας αποκαλύψει την ουσία που επιμελώς κρύβουν οι ΣΥΡΙΖΑίοι.
 
Η δήλωση αυτή δεν είχε την παραμικρή αντικαπιταλιστική αιχμή. Δεν περιείχε αναφορές σε εργαζόμενους και αφεντικά, έστω σε πλούσιους και φτωχούς. Ακόμα και η λιτότητα βαφτιζόταν «πολιτική της κυρίας Μέρκελ» και όχι πολιτική του κεφάλαιου. Ακόμη και στο κυβερνητικό «διά ταύτα», έκανε λόγο για «ούτως ή άλλως δύσκολο δρόμο προς την έξοδο από την κρίση», ενώ τα συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής, που θα έπρεπε ν’ ανακοινώσει ένα κόμμα που υποτίθεται ότι φιλοδοξεί ν’ αναλάβει τη διακυβέρνηση, αντικαταστάθηκαν από παπάρες για «μια νέα Ελλάδα της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης, της αξιοπρέπειας». Παπάρες γνωστές από τον δημόσιο λόγο της σοσιαλδημοκρατίας, που τόσο έχουν βασανίσει τον ελληνικό λαό τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες. Το μόνο που «θυμήθηκε» να πει ο Τσίπρας ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει «ό,τι περνάει από το χέρι μας ώστε να αποκτήσει ο τόπος κυβέρνηση που θα καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση της υποτέλειας και θα ακυρώσει το μνημόνιο της χρεοκοπίας». Υποτέλεια (δηλαδή αναφορά στις διεθνείς σχέσεις) και χρεοκοπία (δηλαδή αναφορά στη διαχείριση του κρατικού χρέους) ήταν οι λέξεις-κωδικοί που χρωμάτισαν αυτή την επινίκια δήλωση του Τσίπρα, που την άκουσε όλη η Ελλάδα, καθώς επίσης και η επισήμανση για «ούτως ή άλλως δύσκολο δρόμο προς την έξοδο από την κρίση». «Ξέχασε» να πει οτιδήποτε για τον κυκεώνα των αντεργατικών και αντιλαϊκών νόμων που έχουν σαρώσει μισθούς, εργασιακές σχέσεις, κοινωνική ασφάλιση κ.λπ. κ.λπ. Τυχαίο; Δεν νομίζουμε. Ο λόγος στρογγύλεψε, έγινε τυπικός διαχειριστικός λόγος συντηρητικής σοσιαλδημοκρατικής απόκλισης, χωρίς καν να υπάρχει προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης, αφού ήταν σαφές ότι η αριθμητική του εκλογικού αποτελέσματος δεν έδινε κυβέρνηση οποιασδήποτε απόχρωσης (εκτός αν κάποια κόμματα επέλεγαν ν’ αυτοκτονήσουν πολιτικά). Μπορούμε, λοιπόν, να φανταστούμε τι θα γινόταν, αν υπήρχε προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ!
 
Παρά την πίκρα και την παραζάλη από το εκλογικό αποτέλεσμα, η ηγεσία του Περισσού έπιασε το νόημα της δήλωσης Τσίπρα και άρχισε να τον «κωλοχτυπάει» από το ίδιο κιόλας το βράδυ των εκλογών. Στην εξαιρετικά μακροσκελή δήλωση που διάβασε η Παπαρήγα έκανε λόγο για την προγραμματική ασάφεια του ΣΥΡΙΖΑ, για το γεγονός ότι δεν παρουσίασε προεκλογικά κάποιο αναλυτικό κυβερνητικό πρόγραμμα, εφόσον έλεγε ότι πάει για κυβέρνηση της Αριστεράς. Αναφέρθηκε στις κατακτήσεις που πάρθηκαν πίσω πριν και μετά το Μνημόνιο, στη στάση των καπιταλιστών απέναντι στους εργαζόμενους, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην εξωτερική πολιτική με έμφαση στις σχέσεις με ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΗΠΑ. Από τη Δευτέρα το πρωί, πιο ήρεμα και πιο οργανωμένα, τα στελέχη του Περισσού συνέχισαν την επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ στην ίδια κατεύθυνση.
 
Ετσι, όταν ο Τσίπρας πήρε τη διερευνητική εντολή από τον Παπούλια και έχοντας ως δεδομένο ότι ουσιαστικά το διήμερο-τριήμερο της διερευνητικής δεν είναι παρά η αρχή της νέας προεκλογικής εκστρατείας, έβαλε φιλολαϊκές και φιλεργατικές πινελιές στη δήλωσή του. Εκτός των άλλων, διόρθωσε και την πρώτη δήλωσή του, στην οποία έλεγε ότι «η μεγάλη μας άνοδος δεν αποτελεί επιβράβευση ενός κόμματος ή ενός προσώπου, αλλά επιβράβευσης μιας πρότασης, της πρότασής μας για κυβέρνηση της αριστεράς». Στη νέα δήλωση μίλησε για «ώριμη, συνειδητή πολιτική επιλογή».
 
Μίλησε, λοιπόν, για «ανάγκη άμεσης ακύρωσης εφαρμογής των μέτρων του μνημονίου και ειδικότερα των επαίσχυντων εκείνων νόμων που περικόπτουν περαιτέρω μισθούς και συντάξεις», καθώς και για «ακύρωση των νόμων που καταργούν στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα και ειδικότερα του νόμου που ορίζει ότι άμεσα στις 15 Μάη καταργείται η μετενέργεια και παύουν οι συλλογικές συμβάσεις». Η παρεμβολή της λέξης «περαιτέρω» στην αναφορά για την περικοπή μισθών και συντάξεων για ποιο λόγο έγινε; Για να αναφερθεί στα μέτρα που προβλέπονται για από εδώ και πέρα και να αποδεχτεί αυτά που έχουν παρθεί μέχρι τώρα. Γραπτή ήταν η δήλωση, άρα δεν υπήρξε φραστικό λάθος.
 
Ομως, πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο σ’ αυτή τη δήλωση ήταν μια φράση ίδια μ’ αυτή που ο Τσίπρας είπε στη συνέντευξή του στη La Stampa: «Η κρίση δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, είναι κρίση ευρωπαϊκή και σε ευρωπαϊκό πλαίσιο πρέπει να αναζητηθεί λύση». Ολα, λοιπόν, επαφίενται στα διαβούλια των Βρυξελλών. Για τον ΣΥΡΙΖΑ εκεί αρχίζουν και τελειώνουν όλα. Ο ελληνικός λαός θα πρέπει να περιμένει πότε θα καταλήξουν κάπου αυτά τα διαβούλια. Στο μεταξύ, θα ζει με τη βαρβαρότητα του Μνημόνιου και των δεκάδων αντεργατικών και αντιλαϊκών νόμων που το στηρίζουν.
 
Ετσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, «κυβέρνηση της Αριστεράς» ή «αντιμνημονιακή κυβέρνηση» δεν μπορεί να σχηματιστεί. Εξοδος από τη βαρβαρότητα δεν πρόκειται να υπάρξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, φιλοδοξώντας να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ, να καλύψει πολιτικά το χώρο της καταρρέουσας σοσιαλδημοκρατίας, εξαπατά συνειδητά τον ελληνικό λαό, λειτουργώντας ως δύναμη στήριξης του συστήματος. Εγκλωβίζει εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες σε νέφη αυταπατών, για να εμποδίσει την αναζήτηση μιας επαναστατικής κατεύθυνσης, που είναι η μόνη που μπορεί να χαράξει προοπτική εξόδου από τη βαρβαρότητα.
 
Πέτρος Γιώτης
Πηγή:Kόντρα

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου